
Τα όρια του ρεαλισμού
Ένα πρώτο βήμα για την αυτοπραγμάτωση μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, μπροστά σε επερχόμενες μεταβολές, αποτελεί η αναγνώριση και η συνειδητοποίηση των πραγματικών αναγκών καθώς και η επίτευξη των προσωπικών στόχων που καθορίζονται από τον τρόπο που έχουμε επιλέξει να νοηματοδοτούμε τα ερεθίσματα.
Η αυτοπραγμάτωση αναφέρεται στην αξιοποίηση και πραγματοποίηση των πνευματικών, ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου ώστε να επιτύχει τα μέγιστα, μέσα από την εσωτερική ισορροπία. Για να θέσεις στόχους και να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου χρειάζεται να έχεις θέληση και έναν τρόπο σκέψης που δομείται σε μια θετική προσέγγιση ακόμη και όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με δύσκολες συνθήκες ζωής. Οι δεξιότητες που αναπτύσσει το άτομο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, «σφυριλατούνται» και εδραιώνονται μέσα από καταστάσεις που απαιτούν την άμεση διαχείρισή τους.
“Υπάρχουν κίνδυνοι;”
Ο ρεαλισμός ως αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας και η προσαρμογή των προσωπικών επιδιώξεων, υπάρχει για να μας θυμίζει ποια είναι τα όρια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όταν δημιουργούμε γνωσιακές εναλλακτικές που ενισχύουν την προσαρμοστικότητά μας είμαστε ονειροπόλοι. Υπάρχει όμως κίνδυνος μέσα στην προσπάθεια του ατόμου να αποδώσει μια κατάσταση χωρίς υπερβολές και συναισθηματικές αποχρώσεις, να υιοθετήσει έναν πιο άκαμπτο τρόπο σκέψης όπου οι θετικές εναλλακτικές προσεγγίσεις να μην αποτελούν προτεραιότητα. Η δημιουργία θετικής απόδοσης δεν βασίζεται εξολοκλήρου σε ρεαλιστικά πρότυπα, αλλά στην δυνατότητα του ατόμου να φαντάζεται πώς μπορεί να τα δημιουργήσει. Το μέλλον το δημιουργούμε βάσει μιας επιθυμητής λειτουργικής αναπαράστασης του εαυτού, θέτοντας τους περιορισμούς μόνο για να οριοθετούμαστε και όχι για να μην εξελισσόμαστε.
ΤOP TIP!
Η θετική σκέψη για να είναι ρεαλιστική θα πρέπει να βασίζεται σε μια επιχειρηματολογία και να μην αναλώνεται σε γενικολογίες μπροστά σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, ώστε να εξασφαλιστεί με αυτό τον τρόπο η ρεαλιστικότητα των θετικών σκέψεων. Το να έχει κάποιος τη δυνατότητα να σκέφτεται θετικά με ρεαλιστικό τρόπο βασισμένο στις πραγματικές ανάγκες εαυτού προϋποθέτει τη συνείδηση εαυτού και επίγνωση των επιλογών του.
Παπαδόπουλος Περικλής
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Learn More
Τι κρατάει την γυναίκα σε μια κακοποιητική σχέση;
Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα φαινόμενο το οποίο έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις παγκοσμίως, ειδικά μετά την έλευση της πανδημίας Covid-19. Κατά την περίοδο της πρώτης καραντίνας στην Ελλάδα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν κατά 400% με το 61% των θυμάτων να είναι σύζυγοι/σύντροφοι και το 10% να αφορά παιδιά. Μια από τις πρώτες σκέψεις που περνάει από το μυαλό κάποιου που ακούει για ένα τέτοιο περιστατικό είναι η απορία «γιατί κάθεται και δεν φεύγει;». Διεργασίες οι οποίες είναι αόρατες στους εξωτερικούς παρατηρητές λαμβάνουν χώρο εντός του ζευγαριού. Πιο συγκεκριμένα, ο φαύλος κύκλος που σχηματίζεται δεν αφήνει το θύμα να συνειδητοποιήσει τι του συμβαίνει και το κρατά αλυσοδεμένο στον θύτη. Ο φαύλος αυτός κύκλος είναι η θεωρία της ψυχολόγου Lenore Walker και αποτελείται από 3 μέρη: την φάση «δημιουργίας έντασης», την φάση του «οξέος συμβάντος κακοποίησης», και την «φάση του μήνα του μέλιτος».
• Κατά την διάρκεια της πρώτης φάσης υπάρχει κυρίως λεκτική βία και ίσως μικροεπεισόδια σωματικής βίας, αλλά βασικά υπάρχει ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι. Αυτή η φάση μπορεί να κρατήσει από μέρες έως μήνες – ακόμα και χρόνια. Όσο περνάει ο καιρός τα μικροεπεισόδια αυξάνουν σε ένταση και επίπεδα βίας. Σ’ αυτήν τη φάση η γυναίκα μπορεί να αναλάβει την ευθύνη, ρίχνοντας ουσιαστικά το φταίξιμο πάνω της ως αποτέλεσμα φράσεων του συντρόφου όπως «κοίτα τι με οδήγησες να κάνω!». Η γυναίκα προσπαθεί να αιτιολογήσει την σκληρή συμπεριφορά του συντρόφου-θύτη με εξωγενείς παράγοντες όπως προβλήματα στην εργασία του η με δικές της συμπεριφορές – «δεν είχα έτοιμο το βραδινό όταν γύρισε απ’ τη δουλειά». Αυτές οι σκέψεις δεν της επιτρέπουν να δει καθαρά το πρόσωπο του θύτη, ό,τι κι αν κάνει για να το αντιμετωπίσει δεν θα έχει αποτέλεσμα και οδηγείται στο «σημείο βρασμού».
• Το «οξύ συμβάν κακοποίησης» στον κύκλο μπορεί να είναι το πιο σύντομο, κρατώντας κατά μέσο όρο 2-24 ώρες αλλά είναι μακράν το πιο τραυματικό. Η βία σε αυτό το στάδιο είναι πολύ έντονη και μπορεί να είναι λεκτική, σωματική, σεξουαλική αλλά και συναισθηματική. Σε αυτήν τη φάση ο θύτης θα δείξει τα πραγματικά επίπεδα βίας που είναι ικανός να φτάσει καθώς χάνει κάθε έλεγχο. Ο ίδιος ίσως θεωρεί ότι τον προκάλεσε εκείνη και ότι ίσως πρέπει να της «δώσει ένα μάθημα».
• Η τρίτη φάση, του «μήνα του μέλιτος» είναι η φάση κατά την οποία ο θύτης αναγνωρίζει ότι «το παρατράβηξε» και θα προσπαθήσει να επανορθώσει. Θα απολογηθεί επανειλημμένα στη σύντροφο του, θα ικετέψει, θα κάνει μεγαλειώδεις και ρομαντικές κινήσεις για να της δείξει την μεταμέλεια του και θα προσπαθήσει να δείξει ότι έχει αλλάξει. Όλα αυτά βεβαίως δεν ισχύουν και ο κύκλος αργά ή γρήγορα θα ξεκινήσει από την αρχή.
Η ενημέρωση λοιπόν των γυναικών είναι μείζονος σημασίας ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές στην αρχή τους και να εγκαταλείψουν μια τέτοια παθογενή σχέση όσο το δυνατόν γρηγορότερα και με τις μικρότερες για την σωματική και την ψυχική υγεία τους επιπτώσεις.
Πηγή: Wilson, J. K. (2019). Cycle of Violence. The Encyclopedia of Women and Crime, 1-5.
Learn More
Οι επιπτώσεις του Covid-19 στην ψυχική και σεξουαλική υγεία
Η πανδημία Covid-19 συνεχίζει να αποτελεί μέρος της καθημερινότητας μας, καθορίζοντας τη συμπεριφορά μας σε ατομικό, διαπροσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, με εμφανείς και ισχυρές επιπτώσεις τόσο στην ψυχική όσο και στην σεξουαλική υγεία και ζωή.
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι μακροχρόνιες συνέπειες της νόσησης με Covid στην ψυχική υγεία. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας, όπως άγχους, κατάθλιψης, κατάχρησης αλκοόλ και άλλων εθιστικών ουσιών, διαταραχής του ύπνου, αυτοκτονικών σκέψεων, σε άτομα που νόσησαν με Covid-19 ακόμα και έναν χρόνο μετά την αρχική νόσηση.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό British Medical Journal (BMJ) όσοι είχαν νοσήσει με Covid-19 σε βάθος ενός έτους είχαν 60% μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν αργότερα με κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ή να τους συνταγογραφηθεί κάποιο ψυχοφάρμακο. Ο κίνδυνος εμφάνισης ψυχολογικού προβλήματος αυξανόταν κατά 86% στην περίπτωση των ανθρώπων που είχε χρειαστεί να νοσηλευτούν λόγω κορωνοϊού.
Φυσικά, και η σεξουαλική υγεία και ζωή ως άρρηκτα συνδεδεμένες με τις συνθήκες ζωής του ατόμου, δε θα μπορούσαν να μην επηρεαστούν από την έλευση του Covid-19. Έχει βρεθεί ότι σχεδόν ο μισός Αμερικάνικος πληθυσμός, ηλικίας 18-35 ετών, αναφέρει σεξουαλικά προβλήματα στη σεξουαλική επαφή, όπως μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, ασυμφωνία στα σεξουαλικά κίνητρα και σεξουαλικές δυσλειτουργίες (διαταραχές στον οργασμό και στη στύση).
Τα δεδομένα ισχύουν τόσο για τα έγγαμα ζευγάρια, που, κυρίως στη διάρκεια της καραντίνας, περιορίστηκαν εντός σπιτιού με την διαρκή παρουσία των παιδιών και την έλλειψη ιδιωτικότητας και προσωπικού χρόνου, όσο και για τα ζευγάρια που είχαν σχέσεις εξ αποστάσεως ή τα άτομα που δεν βρίσκονταν σε κάποια σχέση, των οποίων οι ευκαιρίες για σεξουαλική επαφή μειώθηκαν έτι περισσότερο. Ωστόσο, ο κύριος λόγος για τη μείωση της σεξουαλικής ζωής είναι το αίσθημα ανασφάλειας και το άγχος το οποίο υφίστανται οι άνθρωποι από την αρχή της πανδημίας, γεγονός που μετατόπισε το ενδιαφέρον από την έκφραση της σεξουαλικότητας στην καθημερινή επιβίωση.
Χαρακτηριστική είναι η σχέση αλληλεπίδρασης που υφίσταται ανάμεσα στον Covid-19 και τη Στυτική Δυσλειτουργία. Ειδικότερα, οι άνδρες που έχουν νοσήσει με Covid-19 έχουν 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν Στυτική Δυσλειτουργία σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν νοσήσει, ανεξαρτήτως του αν αντιμετωπίζουν κάποια αγχώδη ή καταθλιπτική διαταραχή ή έχουν αυξημένο δείκτη μάζας σώματος. Αντίστοιχα, τα άτομα που αντιμετωπίζουν Στυτική Δυσλειτουργία έχουν αυξημένες πιθανότητες να νοσήσουν με Covid -19, λόγω των υποκείμενων ιατρικών παθήσεων που επηρεάζουν τη στύση και τη συνολική υγεία του ατόμου όπως υπέρταση, παχυσαρκία, διαβήτη και ιστορικό καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Από τα παραπάνω δεδομένα γίνεται πρόδηλη η ανάγκη αντιμετώπισης των επιπτώσεων τόσο στην ψυχική όσο και στην σεξουαλική υγεία, ιδιαίτερα όσων νόσησαν με κορωνοϊό, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Διδυμοπούλου Αγγελική
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Learn More
Η αμφίδρομη σχέση ψυχικής και σεξουαλικής υγείας
Η ψυχική και η σεξουαλική υγεία είναι δύο απαραίτητες παράμετροι στη ζωή του ανθρώπου οι οποίες είναι αλληλένδετες.
Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. η ψυχική υγεία ορίζεται ως “η κατάσταση ευεξίας όπου κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας «διαταραχής». Προβλήματα ψυχικής υγείας μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση και στη σεξουαλική λειτουργικότητα του ατόμου, η οποία εκδηλώνεται διαφορετικά στον καθένα. Επί παραδείγματι, η κατάθλιψη μπορεί να προκαλέσει μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας και διέγερσης. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει κυρίως στους ανθρώπους που έχουν την τάση να εσωτερικεύουν τα δυσφορικά συναισθήματα τους και να αποσύρονται κοινωνικά. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να στρέφουν τα αρνητικά συναισθήματα προς τον εαυτό τους, να έχουν αισθήματα αναξιότητας και ιδέες αυτομομφής, με αποτέλεσμα να μην έχουν την διάθεση για να απολαύσουν σεξουαλικές εμπειρίες.
Αφετέρου, η κατάθλιψη μπορεί να επιφέρει μια αντίθετη επίδραση σε κάποιες περιπτώσεις, προκαλώντας έντονη σεξουαλική συμπεριφορά ή την υιοθέτηση επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών. Αυτό συμβαίνει σε εκείνους που εξωτερικεύουν τα αρνητικά συναισθήματα τους, στην προσπάθεια τους να τα διαχειριστούν. Πιο συγκεκριμένα, αυτά τα άτομα μπορεί να χρησιμοποιούν το σεξ σαν ένα μέσο απόσπασης από τον ψυχικό πόνο ή να ασχολούνται με επικίνδυνες δραστηριότητες, με σκοπό να βιώσουν μια αίσθηση ζωντάνιας ή να ρυθμίσουν την ψυχική τους διάθεση.
Αντίστοιχα, η σεξουαλική υγεία, δηλαδή η κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής, πνευματικής και κοινωνικής ευεξίας σε σχέση με τη σεξουαλικότητα και όχι απλώς η απουσία ασθένειας, δυσλειτουργίας ή αναπηρίας, μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία του ατόμου. Επί παραδείγματι, τα άτομα που έχουν μολυνθεί με Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα, όπως ΗPV ή HIV, μπορεί να βιώνουν ανασφάλεια, να έχουν αισθήματα ντροπής και αυτοενοχής, να ανησυχούν για την αντίδραση και τη στάση του συντρόφου τους και τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις στην σωματική τους υγεία. Ως απόρροια είναι πιθανό να αισθάνονται μοναξιά και άγχος.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο η σεξουαλική υγεία επιδρά στην ψυχική είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Πιο συγκεκριμένα, άτομα που αντιμετωπίζουν άγχος επίδοσης πχ ως προς την ικανότητα απόκτησης ή διατήρησης στύσης μπορεί να αισθάνονται ντροπή, αμηχανία και άγχος, να ανησυχούν συστηματικά και να χαρακτηρίζονται από μια υπεραπασχόληση με την πιθανότητα αποτυχίας, προκαλώντας μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η ψυχική τους υγεία, οδηγούμενοι ενδεχομένως στην κατάθλιψη.
Επομένως, όταν κανείς φροντίζει την ψυχική του υγεία πρέπει να λαμβάνει υπόψιν και τη σεξουαλική του υγεία και το αντίστροφο. Κρίνεται σημαντικό το άτομο να αναζητά την κατάλληλη καθοδήγηση και θεραπευτική αντιμετώπιση ανάλογα με το αντίστοιχο πρόβλημα, χωρίς να αισθάνεται ντροπή και αμηχανία.
Διδυμοπούλου Αγγελική
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Miltz, A. R., Rodger, A. J., Phillips, A. N., Sewell, J., Edwards, S., Allan, S., … & Lampe, F. C. (2021). Opposing associations of depression with sexual behaviour: implications for epidemiological investigation among gay, bisexual and other men who have sex with men. Sexually Transmitted Infections.
Learn More
Ψυχική Υγεία: σκέψεις και προβληματισμοί ενός ψυχιάτρου…
Χθες ήταν η Παγκόσμια Ημέρα της Ψυχικής Υγείας. Περνάμε δύσκολους καιρούς που η ανθρώπινη σκέψη, συναίσθημα και συμπεριφορά δοκιμάζονται σχεδόν 12 χρόνια από την οικονομική κρίση και τον κορονoϊό στην ενεργειακή ύφεση, λόγω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
Η ψυχική υγεία, με απλά λόγια, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται, να εκφράζεται, να επικοινωνεί και ασφαλώς να συνδέεται. Έτσι, όλες αυτές οι λειτουργικές δυνατότητες του μυαλού μας, μας κάνουν ρεαλιστικά πραγματικούς στο σήμερα, με κυρίαρχο στόχο «να ξέρω, να αγαπώ, να φροντίζω τον εαυτό μου». Η ψυχή μας, από την γένεση μέχρι τον θάνατο μας, ζει μοναδικά μέσα από το πρώτο κριτήριο του δεσμού, δηλαδή ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, (μητέρας-παιδιού), για να κυριαρχήσει στο σύνολο μιας ομάδας που νιώθει, επικοινωνεί και συνδέεται συνεχώς και αδιαλείπτως για την βελτίωση και την ολοκλήρωση της ανθρώπινης σχέσης. Σκοπός όλης αυτής της πορείας είναι η αυτονομία και η υπαρξιακή αναγνώριση ως συνέχεια της ζωής μας, στην ανθρώπινη κοινότητα.
Η ψυχική υγεία, δηλαδή ο εγκέφαλος, ζει το κάθε μέρα, με την ανθρώπινη ζωή να διεκδικεί την επικοινωνία και την σωματική ευεξία, προσδοκώντας σε μια ποιοτική επιβίωση και ποσοτική απόλαυση «της ευδαιμονίας». Αυτό είναι το πλέον χαρακτηριστικό μέρος, που η διαχείριση της ψυχικής υγείας, το αναζητά με κάθε τρόπο και μέσο, που μπορεί να προβληθεί από «το εγώ στο εμείς» (η διαπροσωπική μας σχέση) και από «το εμείς στο εμάς» (τα παιδιά μας, η οικογένεια μας, η κοινωνικότητα μας).
Όλο αυτό το σύστημα της λειτουργικής ζωής μας, δοκιμάζεται ιδιαίτερα στις μέρες μας, συμπιέζοντας όλο και πιο πολύ τη συναισθηματική ικανοποίηση, την ψυχική ολοκλήρωση και κυρίως την επικοινωνία και την ενσυναίσθηση. Δεν θα αναφερθώ σε ψυχιατρικούς όρους και κλινικά ψυχικά σύνδρομα, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο στο γενικό πληθυσμό 10-15% τα τελευταία 3 χρόνια, ούτε θα εστιάσω στην ανάγκη του σημερινού ανθρώπου να χρησιμοποιήσει υποκατάστατα της χαράς και της καλής διάθεσης , γιατί έτσι πια, δεν θα μιλάω για έναν άνθρωπο που αναζητάει την αυτονομία του, την συναισθηματική του ολοκλήρωση και τον ψυχικό δεσμό του με κάποιον άλλον, γιατί στην υπάρχουσα ψυχοπαθολογία του, θα ακυρώσει οποιεσδήποτε τέτοιες «υπερβολές» της παρούσης κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης.
Ας ξέρουμε, πόσο σημαντικό είναι ο άνθρωπος να μην χάσει τον εαυτό του, να ζει μέσα από ένα σύστημα που τον ενισχύει και τον αξιώνει και να γνωρίζει ότι αν κάποια στιγμή αισθανθεί ότι η ζωή του συμπιέζεται, δοκιμάζεται με το σύννεφο μέσα στο συναίσθημα του να του μαυρίζει το φως, και την ομίχλη του μυαλού του να τον απομακρύνει από την καθαρή σκέψη του, μπορεί να εμπιστευθεί τον τομέα της ψυχιατρικής-ψυχολογικής προσέγγισης και θεραπείας, που θα του δώσουν την ανάλογη στήριξη στις δυσκολίες του, κατανοώντας ο ίδιος, ότι όλα αυτά που φαίνονται βουνό στη ζωή του, να μπορέσει «να κατηφορίσει το λόφο και να βγει στο ξέφωτο». Ζώντας σήμερα καταφέραμε όλοι εμείς, «να αποδεσμεύσουμε» τις προσωπικές μας ζωές, βλέποντας μέσα από τα δίκτυα της ψηφιακής τεχνολογίας, εστιάζοντας σε «αυτό που φαίνεται» και όχι σε «αυτό που είναι». Η εικόνα που μας εθίζει ναρκισσιστικά και εγωπαθητικά, ανεβάζει την ανθρώπινη φοβία και απομόνωση, ενώ η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, φαντάζει μακρινή και χωρίς συγκεκριμένο στόχο, με αποτέλεσμα «να ζούμε το σήμερα», δυστυχώς όμως περισσότερο μόνοι, πιο μελαγχολικοί, απαισιόδοξοι και θυμωμένοι, κρυμμένοι στη σιωπή, στη βία και στο αγωνιώδες αυριανό ξημέρωμα…
Κλείνοντας αυτό το μικρό κείμενο, για την «γιορτή» της Ημέρας της Ψυχικής Υγείας, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, δεν θα σκεφτόμουν ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που γίνεται κτηνώδης, βίαιος και αυτοκαταστροφικός, να μην χρησιμοποιήσει πιο κυρίαρχα και σημαντικά τις εγκεφαλικές λειτουργίες και τις σωματικές του δυνάμεις, για να ξαναχαμογελάσει, να αγαπήσει και να ζήσει με την θετική αντίληψη ότι «μάχομαι, γιατί θέλω να υπάρχω και όχι να υπάρχω, για να μάχομαι».
Δρ Θ. Ασκητής
Ψυχίατρος – Σεξολόγος
Καθηγητής Ψυχιατρικής ΕUC
Learn More
Παιδοφιλία και Παιδεραστία – Δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ψυχίατροι, ψυχολόγοι και πολλές ακόμα ειδικότητες επιστημόνων έχουν μελετήσει την παιδοφιλία, μια διαταραχή που ορίζεται, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V), ως η επαναλαμβανόμενη και έντονη σεξουαλική φαντασίωση, παρόρμηση ή συμπεριφορά που αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ηλικίας έως 13 ετών για τουλάχιστον έξι μήνες. Ταυτόχρονα έχουν διενεργηθεί συνεντεύξεις και εξετάσεις σε καταδικασθέντες παιδόφιλους σε μια προσπάθεια να μελετηθούν σε βάθος ψυχολογικά, αλλά και νευροβιολογικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως «κρύβονται» πίσω από τη διαταραχή.
Ο επιπολασμός της παιδοφιλικής διαταραχής υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση περίπου στο 1% έως 5%, όταν διερευνώνται και οι φαντασιώσεις πέρα από τη συμπεριφορά. Κυρίως φαίνεται ότι αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά αφορά σε μικρότερο βαθμό και τις γυναίκες με την εκτίμηση να θέτει το ποσοστό παιδοφιλικής έλξης στο 1% των γυναικών.
Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση γύρω από τους όρους «παιδόφιλος» και «παιδεραστής», οι οποίοι πολύ συχνά παρερμηνεύονται και συγχέονται. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι δύο όροι αφορούν δύο ξεχωριστές κατηγορίες ατόμων. Ο παιδόφιλος χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά, χωρίς όμως να υπάρχει σωματική επαφή, επομένως η διάγνωση της παιδοφιλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε άτομα που έχουν επιθυμία αλλά δεν τη διαπράττουν. Ο παιδεραστής ελκύεται επίσης από παιδιά, αλλά διαφέρει συμπεριφορικά, γνωστικά και συναισθηματικά από τον παιδόφιλο. Δεν αφήνει τις ορμές του για παιδιά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά προβαίνει και στην πραγματοποίηση τους, εγκληματεί και παρενοχλεί σεξουαλικά το θύμα του. O παιδεραστής είναι το άτομο, το οποίο έχει κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον ένα παιδί.
Η παιδοφιλική διαταραχή υπήρχε ανέκαθεν ως φαινόμενο στη χώρα μας και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα συχνή. Αυτό που έχει αρχίσει να αλλάζει, προς τη θετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, είναι η ορατότητα του προβλήματος, με τα παιδιά και τους συγγενείς που γνωρίζουν τα περιστατικά να αποφασίζουν να «μιλήσουν» ευκολότερα απ΄ ότι παλιότερα. Ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή η αιτιοπαθολογία πίσω από τη διαταραχή αυτή, με το ερώτημα «τι οδηγεί έναν άνθρωπο να επιθυμεί ή να παρενοχλεί σεξουαλικά ένα παιδί», να εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο.
Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια έχει επιτύχει να προσφέρει ορισμένες απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν επιλέγει αυτό που του προκαλεί διέγερση, αλλά το ανακαλύπτει στην πορεία, επομένως κανείς δεν μεγαλώνει θέλοντας να είναι παιδόφιλος. Ένα χαρακτηριστικό που έχουν κοινό οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι ότι ανακαλύπτουν, συνήθως ως έφηβοι, ότι τα ερεθίσματα που τους φέρνουν σεξουαλική διέγερση δεν αναπτύσσονται όπως εκείνα των συνομηλίκων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς μένουν προσκολλημένοι στα αγόρια ή στα κορίτσια με τα οποία αισθάνθηκαν διέγερση στην αρχή της εφηβείας και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για πολύ μικρότερα παιδιά από την ηλικία τους.
Παρόλο που καμία μελέτη δεν έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα φαίνεται πως έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα πορτρέτο που βοηθάει στην αποσαφήνιση του ψυχολογικού και βιολογικού δυναμικού πίσω από τη διαταραχή. Τα σύγχρονα ευρήματα μοιάζουν να ανατρέπουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις που επικρατούσαν έως τώρα για την αιτιολογία της παιδοφιλίας.
Καθώς η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να καταλάβει πώς αναπτύσσεται η διαταραχή, αυξάνονται τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι η προέλευσή της είναι, κυρίως, βιολογική. Αυτή η άποψη βασίζεται σε μελέτες που αναδεικνύουν βιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους παιδόφιλους. Οι βιολογικές ενδείξεις που συνδέονται με την παιδοφιλία δείχνουν ότι οι ρίζες της είναι προγεννητικές αλλά όχι γενετικές. Ωστόσο υπάρχει η πεποίθηση ότι μελλοντικά θα μπορέσουν να ανιχνευθούν σε συγκεκριμένες περιόδους ανάπτυξης του εμβρύου στην μήτρα. Τα βιολογικά μοντέλα διερευνούν επίσης την πιθανή συσχέτιση μεταξύ ορμονών και συμπεριφοράς, και συγκεκριμένα τον ρόλο της επιθετικότητας και των σεξουαλικών ορμονών του άνδρα, κυρίως της τεστοστερόνης. Παράλληλα, οι παιδόφιλοι φαίνεται πως είναι συνήθως κοντύτεροι από το μέσο όρο, ενώ είναι πιο πιθανό να είναι αριστερόχειρες, καθώς επίσης να έχουν και χαμηλότερο δείκτη ευφυίας από τον γενικό πληθυσμό. Παράλληλα, οι απεικονιστικές εξετάσεις στον εγκέφαλο καταδικασθέντων παιδόφιλων έχουν φανερώσει την ύπαρξη λιγότερης λευκής ουσίας, η οποία αποτελεί το «συνδετικό κύκλωμα» του εγκεφάλου.
Η επίδραση ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, στην εμφάνιση της παιδοφιλίας παραμένει ένα πεδίο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθώς ακόμα δεν είναι σαφής η συσχέτισή τους. Ωστόσο η ευρέως διαδεδομένη, κατά το παρελθόν, άποψη ότι οι παιδόφιλοι ήταν οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδική ηλικία μοιάζει να έχει πλέον λιγότερη υποστήριξη. Αντιθέτως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν μελλοντικά κατάθλιψη, χρήση ουσιών ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, από ό,τι να γίνουν οι ίδιοι θύτες. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία των καταδικασθέντων παιδόφιλων αρνείται την ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία.
Επειδή σε όλα τα θέματα η ενημέρωση και η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από την αντιμετώπιση, έτσι και εδώ, είναι απαραίτητο οι γονείς να μην περιμένουν να παρατηρήσουν κάτι ανησυχητικό στη συμπεριφορά του παιδιού τους, αλλά να ενημερώνουν το παιδί από πριν, με απλό και κατανοητό τρόπο, για όλους τους πιθανούς κινδύνους. Να του μάθουν από μικρή ηλικία ότι το σώμα του είναι δικό του και του ανήκει, πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να το αγγίξει και πως αν αντιληφθεί κίνδυνο, θα πει όχι και θα τρέξει μακριά, να το αναφέρει στη δασκάλα, αν βρίσκεται στο σχολείο, στο γονιό ή σε κάποιον που εμπιστεύεται…

Προβληματική χρήση social media και σεξουαλική δυσλειτουργία
Τα τελευταία χρόνια το διαδίκτυο έχει κυριαρχήσει στη ζωή μας, καθώς χρησιμοποιούμε τα social media κατά κόρον για να επικοινωνούμε αλλά και για να ενημερωνόμαστε. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η χρήση του Facebook το 2021 αυξήθηκε κατά 24% στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ενώ αντίστοιχα η χρήση του Instagram κατά 27%. Έχει δημιουργηθεί λοιπόν το ερώτημα αν η συνεχής χρήση των social media μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία. Έχει φανεί πως η εκτεταμένη παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού, σχετίζεται έμμεσα με τη σεξουαλική δυσλειτουργία αλλά τι συμβαίνει με τα social media και το διαδίκτυο εν γένει, μπορεί η αλόγιστη χρήση τους να επηρεάζει αρνητικά τη σεξουαλική έκφραση;
Η προβληματική χρήση των social media αναφέρεται σε μια εξαρτητική μορφή χρήσης τους που χαρακτηρίζεται από έναν καταναγκασμό για επικοινωνία μέσω αυτών ή απλά παρακολούθηση των εξελίξεων στα μέσα ψηφιακής δικτύωσης. Αυτού του είδους η χρήση μπορεί να παρεμβαίνει στην λειτουργικότητα μας. Επίσης, η προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάζει τη διάθεση, με την εκδήλωση συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους, ενώ μπορεί να αυξάνει και τα συναισθήματα μοναξιάς που νιώθει το άτομο. Με τη σειρά της η πεσμένη διάθεση μπορεί να επηρεάζει αρνητικά και τη σεξουαλική λειτουργία.
Συμπληρωματικά, έχει προταθεί πως η προβληματική χρήση των social media σχετίζεται με μειωμένη υποστήριξη που λαμβάνουν τα άτομα από τους συντρόφους τους, η μειωμένη εγγύτητα στην σχέση αλλά και ο βαθμός που οι σύντροφοι επικοινωνούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους με τη σειρά τους μπορεί να επηρεάζουν και τη σεξουαλική λειτουργία.
Μάλιστα σε μία έρευνα με 1.181 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Sexual Medicine βρέθηκε πως η προβληματική χρήση των social media σχετίστηκε με σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Η εξαρτητική χρήση των μέσω κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τη στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες και με τη μειωμένη διέγερση στις γυναίκες.
Πηγή: Fuzeiro, V., Martins, C., Gonçalves, C., Santos, A. R., & Costa, R. M. (2022). Sexual function and problematic use of smartphones and social networking sites. The Journal of Sexual Medicine.
Learn More
Πλασματική αρμονία: Τριγωνοποίηση και προβλήματα στη σχέση των γονέων
Στα πλαίσια του συστήματος της οικογένειας, τριγωνοποιήσεις σχηματίζονται όταν αναδύονται στρες και συγκρούσεις από τη σχέση των γονέων. Η είσοδος ενός τρίτου μέλους στην υπο-κρίση σχέση των γονέων, συνήθως ενός παιδιού, μειώνει την ένταση και αποκαθιστά προσωρινά την ισορροπία στη σχέση του ζευγαριού. Το παιδί μπορεί να «τριγωνοποιηθεί» με δύο τρόπους:
- Παιδί σε ρόλο γονέα: Σε αυτήν την περίπτωση το παιδί αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες από όσες αντιστοιχούν στο αναπτυξιακό του στάδιο. Συνήθως σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς έχουν άλυτες συγκρούσεις στη μεταξύ τους σχέση, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο γονεϊκό τους ρόλο και να θέσουν όρια στα παιδιά τους, έτσι μπορεί να μεταβιβάζουν τις ευθύνες για το νοικοκυριό ή για τα μικρότερα παιδιά, στο παιδί τους, συνήθως, το πρωτότοκο, που τείνει να είναι πιο ώριμο. Τα παιδιά αυτά μπορεί να αντιμετωπίσουν απογοήτευση ιδιαίτερα κατά την εφηβεία και προβλήματα αποχωρισμού.
- Παιδί ως «αποδιοπομπαίος τράγος»: Μια οικογένεια ή σύζυγοι που βιώνουν στρες και συγκρούσεις μπορεί να μεταφέρουν την ένταση τους σε ένα άλλο μέλος της οικογένειας, συνήθως στο πιο συναισθηματικά ευαίσθητο παιδί, έτσι διατηρείται μια προσωρινή σταθερότητα στη σχέση του ζευγαριού, χωρίς να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που υποβόσκουν στη σχέση τους. Τα παιδιά αυτά μπορεί να εμφανίσουν ψυχοσωματικά συμπτώματα, κακή επίδοση στο σχολείο και παραβατικότητα.
Επίσης, στις οικογένειες, που έχουν αναπτύξει τριγωνοποιημένους τρόπους επικοινωνίας και λειτουργίας, μπορεί να υπάρχουν ασύμφωνες πεποιθήσεις για την οικογένεια. Από τη μία πλευρά, υπάρχει η εμπειρία των γονέων που αγνοούν τα δικά τους προβλήματα ως ζευγάρι και επωφελούνται από την πλασματική αρμονία, ενώ το παιδί νιώθει εμπλεκόμενο στις γονεϊκές συγκρούσεις. Έρευνες έχουν δείξει πως αυτές οι παράλληλες αλλά αντικρουόμενες πραγματικότητες, σχετίζονται με πτωχή ψυχολογική προσαρμογή στην εφηβεία, χαμηλή αυταξία στα παιδιά και εν γένει υπονόμευση των οικογενειακών σχέσεων και αυξημένη εχθρότητα μέσα στην οικογένεια.
Η θεραπεία ζεύγους μπορεί να βοηθήσει τους συζύγους να δουν και να αλλάξουν τα δυσπροσαρμοστικά μοτίβα επικοινωνίας και λειτουργίας της οικογένειας. Έτσι, μπορούν να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα στη σχέση τους ως ζευγάρι.
Λαφαζάνη Περσεφόνη
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: McCauley, D. M., Sloan, C. J., Xia, M., & Fosco, G. M. (2021). Same family, divergent realities: How triangulation preserves parents’ illusory harmony while adolescents navigate interparental conflicts. Journal of family psychology: JFP: journal of the Division of Family Psychology of the American Psychological Association (Division 43), 35(2), 128–137.
Learn More
Burn-out, εργασιακό στρες και σεξουαλική λειτουργία
Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» (job burnout) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο οργανισμό υγείας, πρόκειται για ένα σύνδρομο που περιγράφει τη ψυχική εξουθένωση σε σχέση με την εργασία και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn-out) χαρακτηρίζεται από τρεις διαστάσεις:
- Αισθήματα κόπωσης
- Αρνητικότητα και κυνισμός σε σχέση με την εργασία
- Μειωμένη εργασιακή επίδοση (π.χ. μειωμένο κίνητρο και συγκέντρωση)
Παράλληλα μπορεί να συνοδεύεται από ψυχολογικά συμπτώματα όπως πεσμένη διάθεση και άγχος.
Επίσης, το εργασιακό στρες, είναι ένας άλλος όρος που σχετίζεται με το σύνδρομο εξουθένωσης και περιλαμβάνει το χρόνιο άγχος που προκύπτει από την εργασία και σχετίζεται κυρίως με εξωτερικούς παράγοντες όπως πίεση και επαγγελματικές υποχρεώσεις και όχι με εσωτερικούς όπως οι ικανότητες μας και οι προσδοκίες που κρατάμε για τον εαυτό και την επίδοση μας.
Ψυχολογικά προβλήματα και συμπτώματα όπως χρόνιο άγχος και κατάθλιψη σχετίζονται και με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Συγκεκριμένα σε μία έρευνα στον ελλαδικό χώρο με 251 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Your Sexual Medicine Journal αναφέρει πως το σύνδρομο εξουθένωσης και το εργασιακό στρες επηρέασαν αρνητικά τη σεξουαλική ζωή των συμμετεχόντων. Το 40% ανέφερε πως είχε βιώσει σύνδρομο εξουθένωσης. Συγκεκριμένα, στους άνδρες η εξουθένωση και το στρες συνδέθηκαν με στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης της στύσης και με μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση. Επίσης, σε αυτό το εύρημα φαίνεται να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες όπως η υπέρταση και η κατανάλωση αλκοόλ. Μάλιστα, η αυξημένη εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ συνδέθηκε με αυξημένη στυτική δυσλειτουργία, λιγότερους οργασμούς και λιγότερη ικανοποίηση.
Όσον αφορά τις γυναίκες, βρέθηκε πως η το εργασιακό στρες και η εξουθένωση συνδέθηκαν με μειωμένη κολπική εφύγρανση και με λιγότερους οργασμούς. Ενώ, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες η σεξουαλική επιθυμία τους δεν επηρεάστηκε από το στρες και την κόπωση.
Έχει προταθεί πως το χρόνιο άγχος που μπορεί να συνοδεύει το σύνδρομο εξουθένωσης μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία μέσω της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες. Συγκεκριμένα, καθημερινοί και παρατεταμένοι στρεσογόνοι παράγοντες αυξάνουν την παραγωγή της κορτιζόλης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τα επίπεδα των ορμονών του φύλου, όπως της τεστοστερόνης στους άνδρες. Τα μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένη libido και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Πηγή: Papaefstathiou, E., Apostolopoulou, A., Papaefstathiou, E., Moysidis, K., Hatzimouratidis, K., & Sarafis, P. (2020). The impact of burnout and occupational stress on sexual function in both male and female individuals: a cross-sectional study. International journal of impotence research, 32(5), 510–519.
Learn More
ΔΕΠΥ στην ενήλικη ζωή: Μπορεί να επηρεάσει τη σεξουαλικότητα;
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) στην ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, παρορμητικότητα και δυσκολία στη συγκέντρωση της προσοχής. Η ΔΕΠΥ μπορεί να επηρεάζει πολλούς τομείς της ζωής του ατόμου, από την εργασία και τις ακαδημαϊκές επιδόσεις μέχρι τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη σεξουαλικότητα.
Πώς η ΔΕΠΥ μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλικότητα;
- Τα άτομα με ΔΕΠΥ μπορεί να βιώσουν μεγαλύτερη δυσκολία στις ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις λόγω των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ. Παραδείγματος χάρη, η απόσπαση προσοχής κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, μπορεί να μειώσει την οικειότητα και τη συναισθηματική εγγύτητα με τον σύντροφο, πλήττοντας τη σχέση και τη συναισθηματική σύνδεση του ζευγαριού.
- Η απόσπαση προσοχής κατά τη διάρκεια του σεξ, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης σεξουαλικών δυσλειτουργιών. Μάλιστα, μία έρευνα στο περιοδικό Attention Deficit and Hyperactivity Disorders αναφέρει πως οι άνδρες με ΔΕΠΥ είναι πιθανό να εμφανίσουν: ανεσταλμένη εκσπερμάτιση (14%), πρόωρη εκσπερμάτιση (13%) και σεξουαλική αποστροφή (13%), ενώ οι γυναίκες με ΔΕΠΥ μπορεί να παρουσιάσουν μειωμένη σεξουαλική διέγερση (26%), δυσκολία στον οργασμό (22%) και σεξουαλική αποστροφή (15%).
- Το άτομο μπορεί να αδυνατεί να εστιάσει πλήρως στις συναισθηματικές πτυχές και στις σωματικές αισθήσεις της σεξουαλικής επαφής. Έτσι, η σεξουαλική εμπειρία βιώνεται ως λιγότερο ικανοποιητική.
- Η παρορμητικότητα που συναντάται στη ΔΕΠΥ μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά, όπως είναι η επαφή χωρίς προφυλάξεις.
- Τα άτομα με ΔΕΠΥ συχνά παρουσιάζουν αυξημένη σεξουαλική επιθυμία και συχνότερο αυνανισμό. Έχει φανεί πως η σεξουαλική συμπεριφορά και ο αυνανισμός λειτουργούν ως μηχανισμοί ρύθμισης του συναισθήματος, με σκοπό την αγχόλυση. Μάλιστα, τα άτομα με ΔΕΠΥ μπορεί να προτιμούν τον αυνανισμό διότι αποτελεί λιγότερο «περίπλοκη» διαδικασία, καθώς δεν περιλαμβάνει τη δέσμευση με έναν σύντροφο, γεγονός που μπορεί να αποτελεί πρόκληση.
Λαφαζάνη Περσεφόνη
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνέργατης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: Soldati, L., Bianchi-Demicheli, F., Schockaert, P., Köhl, J., Bolmont, M., Hasler, R., & Perroud, N. (2020). Sexual Function, Sexual Dysfunctions, and ADHD: A Systematic Literature Review.The Journal of Sexual Medicine.
Learn More