
Ψυχική Υγεία: σκέψεις και προβληματισμοί ενός ψυχιάτρου…
Χθες ήταν η Παγκόσμια Ημέρα της Ψυχικής Υγείας. Περνάμε δύσκολους καιρούς που η ανθρώπινη σκέψη, συναίσθημα και συμπεριφορά δοκιμάζονται σχεδόν 12 χρόνια από την οικονομική κρίση και τον κορονoϊό στην ενεργειακή ύφεση, λόγω του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας.
Η ψυχική υγεία, με απλά λόγια, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται, να εκφράζεται, να επικοινωνεί και ασφαλώς να συνδέεται. Έτσι, όλες αυτές οι λειτουργικές δυνατότητες του μυαλού μας, μας κάνουν ρεαλιστικά πραγματικούς στο σήμερα, με κυρίαρχο στόχο «να ξέρω, να αγαπώ, να φροντίζω τον εαυτό μου». Η ψυχή μας, από την γένεση μέχρι τον θάνατο μας, ζει μοναδικά μέσα από το πρώτο κριτήριο του δεσμού, δηλαδή ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, (μητέρας-παιδιού), για να κυριαρχήσει στο σύνολο μιας ομάδας που νιώθει, επικοινωνεί και συνδέεται συνεχώς και αδιαλείπτως για την βελτίωση και την ολοκλήρωση της ανθρώπινης σχέσης. Σκοπός όλης αυτής της πορείας είναι η αυτονομία και η υπαρξιακή αναγνώριση ως συνέχεια της ζωής μας, στην ανθρώπινη κοινότητα.
Η ψυχική υγεία, δηλαδή ο εγκέφαλος, ζει το κάθε μέρα, με την ανθρώπινη ζωή να διεκδικεί την επικοινωνία και την σωματική ευεξία, προσδοκώντας σε μια ποιοτική επιβίωση και ποσοτική απόλαυση «της ευδαιμονίας». Αυτό είναι το πλέον χαρακτηριστικό μέρος, που η διαχείριση της ψυχικής υγείας, το αναζητά με κάθε τρόπο και μέσο, που μπορεί να προβληθεί από «το εγώ στο εμείς» (η διαπροσωπική μας σχέση) και από «το εμείς στο εμάς» (τα παιδιά μας, η οικογένεια μας, η κοινωνικότητα μας).
Όλο αυτό το σύστημα της λειτουργικής ζωής μας, δοκιμάζεται ιδιαίτερα στις μέρες μας, συμπιέζοντας όλο και πιο πολύ τη συναισθηματική ικανοποίηση, την ψυχική ολοκλήρωση και κυρίως την επικοινωνία και την ενσυναίσθηση. Δεν θα αναφερθώ σε ψυχιατρικούς όρους και κλινικά ψυχικά σύνδρομα, τα οποία έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο στο γενικό πληθυσμό 10-15% τα τελευταία 3 χρόνια, ούτε θα εστιάσω στην ανάγκη του σημερινού ανθρώπου να χρησιμοποιήσει υποκατάστατα της χαράς και της καλής διάθεσης , γιατί έτσι πια, δεν θα μιλάω για έναν άνθρωπο που αναζητάει την αυτονομία του, την συναισθηματική του ολοκλήρωση και τον ψυχικό δεσμό του με κάποιον άλλον, γιατί στην υπάρχουσα ψυχοπαθολογία του, θα ακυρώσει οποιεσδήποτε τέτοιες «υπερβολές» της παρούσης κοινωνικής και ανθρωπιστικής κρίσης.
Ας ξέρουμε, πόσο σημαντικό είναι ο άνθρωπος να μην χάσει τον εαυτό του, να ζει μέσα από ένα σύστημα που τον ενισχύει και τον αξιώνει και να γνωρίζει ότι αν κάποια στιγμή αισθανθεί ότι η ζωή του συμπιέζεται, δοκιμάζεται με το σύννεφο μέσα στο συναίσθημα του να του μαυρίζει το φως, και την ομίχλη του μυαλού του να τον απομακρύνει από την καθαρή σκέψη του, μπορεί να εμπιστευθεί τον τομέα της ψυχιατρικής-ψυχολογικής προσέγγισης και θεραπείας, που θα του δώσουν την ανάλογη στήριξη στις δυσκολίες του, κατανοώντας ο ίδιος, ότι όλα αυτά που φαίνονται βουνό στη ζωή του, να μπορέσει «να κατηφορίσει το λόφο και να βγει στο ξέφωτο». Ζώντας σήμερα καταφέραμε όλοι εμείς, «να αποδεσμεύσουμε» τις προσωπικές μας ζωές, βλέποντας μέσα από τα δίκτυα της ψηφιακής τεχνολογίας, εστιάζοντας σε «αυτό που φαίνεται» και όχι σε «αυτό που είναι». Η εικόνα που μας εθίζει ναρκισσιστικά και εγωπαθητικά, ανεβάζει την ανθρώπινη φοβία και απομόνωση, ενώ η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, φαντάζει μακρινή και χωρίς συγκεκριμένο στόχο, με αποτέλεσμα «να ζούμε το σήμερα», δυστυχώς όμως περισσότερο μόνοι, πιο μελαγχολικοί, απαισιόδοξοι και θυμωμένοι, κρυμμένοι στη σιωπή, στη βία και στο αγωνιώδες αυριανό ξημέρωμα…
Κλείνοντας αυτό το μικρό κείμενο, για την «γιορτή» της Ημέρας της Ψυχικής Υγείας, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, δεν θα σκεφτόμουν ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που γίνεται κτηνώδης, βίαιος και αυτοκαταστροφικός, να μην χρησιμοποιήσει πιο κυρίαρχα και σημαντικά τις εγκεφαλικές λειτουργίες και τις σωματικές του δυνάμεις, για να ξαναχαμογελάσει, να αγαπήσει και να ζήσει με την θετική αντίληψη ότι «μάχομαι, γιατί θέλω να υπάρχω και όχι να υπάρχω, για να μάχομαι».
Δρ Θ. Ασκητής
Ψυχίατρος – Σεξολόγος
Καθηγητής Ψυχιατρικής ΕUC
Learn More
Παιδοφιλία και Παιδεραστία – Δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ψυχίατροι, ψυχολόγοι και πολλές ακόμα ειδικότητες επιστημόνων έχουν μελετήσει την παιδοφιλία, μια διαταραχή που ορίζεται, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V), ως η επαναλαμβανόμενη και έντονη σεξουαλική φαντασίωση, παρόρμηση ή συμπεριφορά που αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ηλικίας έως 13 ετών για τουλάχιστον έξι μήνες. Ταυτόχρονα έχουν διενεργηθεί συνεντεύξεις και εξετάσεις σε καταδικασθέντες παιδόφιλους σε μια προσπάθεια να μελετηθούν σε βάθος ψυχολογικά, αλλά και νευροβιολογικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως «κρύβονται» πίσω από τη διαταραχή.
Ο επιπολασμός της παιδοφιλικής διαταραχής υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση περίπου στο 1% έως 5%, όταν διερευνώνται και οι φαντασιώσεις πέρα από τη συμπεριφορά. Κυρίως φαίνεται ότι αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά αφορά σε μικρότερο βαθμό και τις γυναίκες με την εκτίμηση να θέτει το ποσοστό παιδοφιλικής έλξης στο 1% των γυναικών.
Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση γύρω από τους όρους «παιδόφιλος» και «παιδεραστής», οι οποίοι πολύ συχνά παρερμηνεύονται και συγχέονται. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι δύο όροι αφορούν δύο ξεχωριστές κατηγορίες ατόμων. Ο παιδόφιλος χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά, χωρίς όμως να υπάρχει σωματική επαφή, επομένως η διάγνωση της παιδοφιλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε άτομα που έχουν επιθυμία αλλά δεν τη διαπράττουν. Ο παιδεραστής ελκύεται επίσης από παιδιά, αλλά διαφέρει συμπεριφορικά, γνωστικά και συναισθηματικά από τον παιδόφιλο. Δεν αφήνει τις ορμές του για παιδιά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά προβαίνει και στην πραγματοποίηση τους, εγκληματεί και παρενοχλεί σεξουαλικά το θύμα του. O παιδεραστής είναι το άτομο, το οποίο έχει κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον ένα παιδί.
Η παιδοφιλική διαταραχή υπήρχε ανέκαθεν ως φαινόμενο στη χώρα μας και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα συχνή. Αυτό που έχει αρχίσει να αλλάζει, προς τη θετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, είναι η ορατότητα του προβλήματος, με τα παιδιά και τους συγγενείς που γνωρίζουν τα περιστατικά να αποφασίζουν να «μιλήσουν» ευκολότερα απ΄ ότι παλιότερα. Ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή η αιτιοπαθολογία πίσω από τη διαταραχή αυτή, με το ερώτημα «τι οδηγεί έναν άνθρωπο να επιθυμεί ή να παρενοχλεί σεξουαλικά ένα παιδί», να εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο.
Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια έχει επιτύχει να προσφέρει ορισμένες απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν επιλέγει αυτό που του προκαλεί διέγερση, αλλά το ανακαλύπτει στην πορεία, επομένως κανείς δεν μεγαλώνει θέλοντας να είναι παιδόφιλος. Ένα χαρακτηριστικό που έχουν κοινό οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι ότι ανακαλύπτουν, συνήθως ως έφηβοι, ότι τα ερεθίσματα που τους φέρνουν σεξουαλική διέγερση δεν αναπτύσσονται όπως εκείνα των συνομηλίκων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς μένουν προσκολλημένοι στα αγόρια ή στα κορίτσια με τα οποία αισθάνθηκαν διέγερση στην αρχή της εφηβείας και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για πολύ μικρότερα παιδιά από την ηλικία τους.
Παρόλο που καμία μελέτη δεν έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα φαίνεται πως έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα πορτρέτο που βοηθάει στην αποσαφήνιση του ψυχολογικού και βιολογικού δυναμικού πίσω από τη διαταραχή. Τα σύγχρονα ευρήματα μοιάζουν να ανατρέπουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις που επικρατούσαν έως τώρα για την αιτιολογία της παιδοφιλίας.
Καθώς η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να καταλάβει πώς αναπτύσσεται η διαταραχή, αυξάνονται τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι η προέλευσή της είναι, κυρίως, βιολογική. Αυτή η άποψη βασίζεται σε μελέτες που αναδεικνύουν βιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους παιδόφιλους. Οι βιολογικές ενδείξεις που συνδέονται με την παιδοφιλία δείχνουν ότι οι ρίζες της είναι προγεννητικές αλλά όχι γενετικές. Ωστόσο υπάρχει η πεποίθηση ότι μελλοντικά θα μπορέσουν να ανιχνευθούν σε συγκεκριμένες περιόδους ανάπτυξης του εμβρύου στην μήτρα. Τα βιολογικά μοντέλα διερευνούν επίσης την πιθανή συσχέτιση μεταξύ ορμονών και συμπεριφοράς, και συγκεκριμένα τον ρόλο της επιθετικότητας και των σεξουαλικών ορμονών του άνδρα, κυρίως της τεστοστερόνης. Παράλληλα, οι παιδόφιλοι φαίνεται πως είναι συνήθως κοντύτεροι από το μέσο όρο, ενώ είναι πιο πιθανό να είναι αριστερόχειρες, καθώς επίσης να έχουν και χαμηλότερο δείκτη ευφυίας από τον γενικό πληθυσμό. Παράλληλα, οι απεικονιστικές εξετάσεις στον εγκέφαλο καταδικασθέντων παιδόφιλων έχουν φανερώσει την ύπαρξη λιγότερης λευκής ουσίας, η οποία αποτελεί το «συνδετικό κύκλωμα» του εγκεφάλου.
Η επίδραση ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, στην εμφάνιση της παιδοφιλίας παραμένει ένα πεδίο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθώς ακόμα δεν είναι σαφής η συσχέτισή τους. Ωστόσο η ευρέως διαδεδομένη, κατά το παρελθόν, άποψη ότι οι παιδόφιλοι ήταν οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδική ηλικία μοιάζει να έχει πλέον λιγότερη υποστήριξη. Αντιθέτως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν μελλοντικά κατάθλιψη, χρήση ουσιών ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, από ό,τι να γίνουν οι ίδιοι θύτες. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία των καταδικασθέντων παιδόφιλων αρνείται την ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία.
Επειδή σε όλα τα θέματα η ενημέρωση και η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από την αντιμετώπιση, έτσι και εδώ, είναι απαραίτητο οι γονείς να μην περιμένουν να παρατηρήσουν κάτι ανησυχητικό στη συμπεριφορά του παιδιού τους, αλλά να ενημερώνουν το παιδί από πριν, με απλό και κατανοητό τρόπο, για όλους τους πιθανούς κινδύνους. Να του μάθουν από μικρή ηλικία ότι το σώμα του είναι δικό του και του ανήκει, πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να το αγγίξει και πως αν αντιληφθεί κίνδυνο, θα πει όχι και θα τρέξει μακριά, να το αναφέρει στη δασκάλα, αν βρίσκεται στο σχολείο, στο γονιό ή σε κάποιον που εμπιστεύεται…

Προβληματική χρήση social media και σεξουαλική δυσλειτουργία
Τα τελευταία χρόνια το διαδίκτυο έχει κυριαρχήσει στη ζωή μας, καθώς χρησιμοποιούμε τα social media κατά κόρον για να επικοινωνούμε αλλά και για να ενημερωνόμαστε. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η χρήση του Facebook το 2021 αυξήθηκε κατά 24% στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ενώ αντίστοιχα η χρήση του Instagram κατά 27%. Έχει δημιουργηθεί λοιπόν το ερώτημα αν η συνεχής χρήση των social media μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία. Έχει φανεί πως η εκτεταμένη παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού, σχετίζεται έμμεσα με τη σεξουαλική δυσλειτουργία αλλά τι συμβαίνει με τα social media και το διαδίκτυο εν γένει, μπορεί η αλόγιστη χρήση τους να επηρεάζει αρνητικά τη σεξουαλική έκφραση;
Η προβληματική χρήση των social media αναφέρεται σε μια εξαρτητική μορφή χρήσης τους που χαρακτηρίζεται από έναν καταναγκασμό για επικοινωνία μέσω αυτών ή απλά παρακολούθηση των εξελίξεων στα μέσα ψηφιακής δικτύωσης. Αυτού του είδους η χρήση μπορεί να παρεμβαίνει στην λειτουργικότητα μας. Επίσης, η προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάζει τη διάθεση, με την εκδήλωση συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους, ενώ μπορεί να αυξάνει και τα συναισθήματα μοναξιάς που νιώθει το άτομο. Με τη σειρά της η πεσμένη διάθεση μπορεί να επηρεάζει αρνητικά και τη σεξουαλική λειτουργία.
Συμπληρωματικά, έχει προταθεί πως η προβληματική χρήση των social media σχετίζεται με μειωμένη υποστήριξη που λαμβάνουν τα άτομα από τους συντρόφους τους, η μειωμένη εγγύτητα στην σχέση αλλά και ο βαθμός που οι σύντροφοι επικοινωνούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους με τη σειρά τους μπορεί να επηρεάζουν και τη σεξουαλική λειτουργία.
Μάλιστα σε μία έρευνα με 1.181 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Sexual Medicine βρέθηκε πως η προβληματική χρήση των social media σχετίστηκε με σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Η εξαρτητική χρήση των μέσω κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τη στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες και με τη μειωμένη διέγερση στις γυναίκες.
Πηγή: Fuzeiro, V., Martins, C., Gonçalves, C., Santos, A. R., & Costa, R. M. (2022). Sexual function and problematic use of smartphones and social networking sites. The Journal of Sexual Medicine.
Learn More
Burn-out, εργασιακό στρες και σεξουαλική λειτουργία
Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» (job burnout) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο οργανισμό υγείας, πρόκειται για ένα σύνδρομο που περιγράφει τη ψυχική εξουθένωση σε σχέση με την εργασία και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn-out) χαρακτηρίζεται από τρεις διαστάσεις:
- Αισθήματα κόπωσης
- Αρνητικότητα και κυνισμός σε σχέση με την εργασία
- Μειωμένη εργασιακή επίδοση (π.χ. μειωμένο κίνητρο και συγκέντρωση)
Παράλληλα μπορεί να συνοδεύεται από ψυχολογικά συμπτώματα όπως πεσμένη διάθεση και άγχος.
Επίσης, το εργασιακό στρες, είναι ένας άλλος όρος που σχετίζεται με το σύνδρομο εξουθένωσης και περιλαμβάνει το χρόνιο άγχος που προκύπτει από την εργασία και σχετίζεται κυρίως με εξωτερικούς παράγοντες όπως πίεση και επαγγελματικές υποχρεώσεις και όχι με εσωτερικούς όπως οι ικανότητες μας και οι προσδοκίες που κρατάμε για τον εαυτό και την επίδοση μας.
Ψυχολογικά προβλήματα και συμπτώματα όπως χρόνιο άγχος και κατάθλιψη σχετίζονται και με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Συγκεκριμένα σε μία έρευνα στον ελλαδικό χώρο με 251 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Your Sexual Medicine Journal αναφέρει πως το σύνδρομο εξουθένωσης και το εργασιακό στρες επηρέασαν αρνητικά τη σεξουαλική ζωή των συμμετεχόντων. Το 40% ανέφερε πως είχε βιώσει σύνδρομο εξουθένωσης. Συγκεκριμένα, στους άνδρες η εξουθένωση και το στρες συνδέθηκαν με στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης της στύσης και με μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση. Επίσης, σε αυτό το εύρημα φαίνεται να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες όπως η υπέρταση και η κατανάλωση αλκοόλ. Μάλιστα, η αυξημένη εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ συνδέθηκε με αυξημένη στυτική δυσλειτουργία, λιγότερους οργασμούς και λιγότερη ικανοποίηση.
Όσον αφορά τις γυναίκες, βρέθηκε πως η το εργασιακό στρες και η εξουθένωση συνδέθηκαν με μειωμένη κολπική εφύγρανση και με λιγότερους οργασμούς. Ενώ, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες η σεξουαλική επιθυμία τους δεν επηρεάστηκε από το στρες και την κόπωση.
Έχει προταθεί πως το χρόνιο άγχος που μπορεί να συνοδεύει το σύνδρομο εξουθένωσης μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία μέσω της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες. Συγκεκριμένα, καθημερινοί και παρατεταμένοι στρεσογόνοι παράγοντες αυξάνουν την παραγωγή της κορτιζόλης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τα επίπεδα των ορμονών του φύλου, όπως της τεστοστερόνης στους άνδρες. Τα μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένη libido και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Πηγή: Papaefstathiou, E., Apostolopoulou, A., Papaefstathiou, E., Moysidis, K., Hatzimouratidis, K., & Sarafis, P. (2020). The impact of burnout and occupational stress on sexual function in both male and female individuals: a cross-sectional study. International journal of impotence research, 32(5), 510–519.
Learn More
Απειλή του Εγώ: Social media και αυτοπροβολή στους εφήβους
Το διαδίκτυο έχει κυριαρχήσει στη ζωή μας και οι έφηβοι είναι συστηματικοί χρήστες των social media μέσω των κινητών τους: επικοινωνούν με τους φίλους και την οικογένεια τους, ανταλλάσσουν φωτογραφίες και βίντεο και ενημερώνουν τους διαδικτυακούς τους φίλους για τις εξελίξεις στη ζωή τους. Η έκφραση εαυτού μέσω των δημοσιεύσεων φωτογραφιών ή σκέψεων αποτελεί σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή στα social media και οι έφηβοι συχνά νιώθουν κοινωνική πίεση να μοιραστούν περιεχόμενο που θα ενισχύσει την εικόνα τους στους διαδικτυακούς τους φίλους ώστε να αυξήσουν την κοινωνική «ελκυστικότητα» τους και να λάβουν επιβεβαίωση.
Όμως, η συνεχής αποκάλυψη πτυχών της ζωής του εφήβου στο διαδίκτυο, εγκυμονεί κινδύνους. Συγκεκριμένα, η αυξημένη αυτοπροβολή στα social media μπορεί να προκαλέσει στους εφήβους στρες και άγχος λόγω της σύγκρισης τους με άλλους χρήστες ή με την πληθώρα πληροφοριών και «trends” που πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να είναι επίκαιροι και κοινωνικά ελκυστικοί. Με τη σειρά τη,ς η συνεχής συμμετοχή στα social media και το άγχος αυτό-προβολής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξάρτηση των νέων από το διαδίκτυο, προκαλώντας αρνητικές συνέπειες στη ψυχική τους υγεία ή στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις.
Σε μία έρευνα με 307 εφήβους ηλικίας 12 ως 15 ετών, βρέθηκε πως οι έφηβοι με υψηλά επίπεδα ναρκισσιστικής δομής προσωπικότητας εμπλέκονται πιο συχνά σε δραστηριότητες αυτοπροβολής στα social media ως μια προσπάθεια να προωθήσουν την «επιθυμητή» εικόνα εαυτού τους και ως τρόπο να τραβήξουν την προσοχή των συνομηλίκων τους και να γίνουν πιο αρεστοί. Επίσης, η αναζήτηση προσοχής μέσω της αυτοπροβολής στα social media συνδέθηκε σημαντικά με την απειλή του εγώ τους, δηλαδή όταν οι έφηβοι βίωναν κοινωνική απόρριψη.
Η υπεύθυνη και οριοθετημένη χρήση της νέας τεχνολογίας και των social media μπορεί να διευκολύνει την έκφραση εαυτού και τη διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων. Όμως, οι έφηβοι συχνά πασχίζουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο να διαμορφώσουν συναισθηματικούς και κοινωνικούς δεσμούς με τους συνομήλικούς τους μέσω των social media και στο να μην γίνουν εξαρτημένοι από τις νέες τεχνολογίες.
Λαφαζάνη Περσεφόνη
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Hawk, S. T., et al. (2019). Narcissistic Adolescents’ Attention-Seeking Following Social Rejection: Links with Social Media Disclosure, Problematic Social Media Use, and Smartphone Stress. Computers in Human Behavior 92, 65-75.
Learn More
Πώς να οριοθετήσετε τη σκέψη σας απέναντι στην καταστροφοποίηση και την αυτοκριτική;
Η ζωή μάς φέρνει συχνά απέναντι σε δύσκολες συνθήκες, γεγονότα, ερεθίσματα, τα οποία πολλές φορές «απαιτούν» μια άμεση διαχείριση και επίλυση. Το πώς θα αποφασίσουμε να νοηματοδοτήσουμε αυτές τις «αναποδιές» έγκειται στο βαθμό ευαλωτότητας αλλά και στις δεξιότητες που το κάθε άτομο έχει αναπτύξει μέσα από τη διαδικασία μάθησης. Ο εγκέφαλός μας, λόγω της πλαστικότητάς του (ειδικά σε νεότερες ηλικίες), μαθαίνει να προσαρμόζεται αναπτύσσοντας νέους τρόπους σύνδεσης, σκέψης και ανατροφοδότησης με σκοπό την αποτελεσματικότερη και πιο λειτουργική συμπεριφορά. Το άτομο που κατακλύζεται από αρνητικές σκέψεις εμφανίζει δύο κύρια «γνωσιακά λάθη», όπως αναφέρουμε στο ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο, τα οποία είναι η καταστροφοποίηση και η επιλεκτική προσοχή. Το πρώτο σχετίζεται με την τάση να μεγεθύνουμε ένα αρνητικό συμβάν, μεγαλοποιώντας μια αποτυχία, ενώ το δεύτερο με την επιλογή να εστιάζουμε κυρίως στα αρνητικά και όχι στα θετικά σημεία ενός γεγονότος.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, το άτομο να οριοθετήσει τη δυσλειτουργική του σκέψη, αποφεύγοντας να αναλωθεί σε αρνητικά σενάρια (μηρυκασμός) που στόχο έχουν να το απομακρύνουν από έναν λειτουργικό τρόπο αντιμετώπισης ενός προβλήματος ή δυσάρεστου γεγονότος. Γι’ αυτόν το λόγο απέναντι σε μια αρνητική σκέψη που έρχεται προσπαθήστε να βρίσκετε μια θετική εναλλακτική, χωρίς απαραίτητα να την πιστεύετε απόλυτα, καθώς με αυτό τον τρόπο θα “εκπαιδεύσετε” τον ψυχολογικό εαυτό σας να παραγκωνίζει τις αρνητικές σκέψεις και να δίνει χώρο σε νέες πιο λειτουργικές.

Συχνά ένας δυσλειτουργικός τρόπος σκέψης που χαρακτηρίζεται από γνωσιακές διαστρεβλώσεις (γνωσιακά λάθη), τα οποία εντοπίζονται στις αυτόματες σκέψεις μας, ενέχει τον κίνδυνο ανάπτυξης αυστηρής κριτικής του εαυτού και των άλλων. Η αυστηρή κριτική προς άλλους συχνά σχετίζεται με μια ανάγκη αυστηρής κριτικής εαυτού, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τελειοθηρικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας και πολλές φορές παίρνει την μορφή αυτομομφής. Ένα χαρακτηριστικό μιας τέτοιας συνθήκης είναι και η αδυναμία αυτοεπιβράβευσης, ενώ γνωσιακά, δυσλειτουργικές πεποιθήσεις εδραιωμένες μέσα από ενδιάμεσους κανόνες των «πρέπει», ενισχύουν την ακαμψία σκέψης και την δυσκολία λεκτικοποίησης συναισθημάτων.
Είναι σημαντικό πρωτίστως, το άτομο να αναγνωρίσει το δυσλειτουργικό μοτίβο σκέψης και συμπεριφοράς σχετικά με την αυστηρή κριτική, ενώ θα ήταν παραγωγικό να επικοινωνήσει δυσφορικά συναισθήματα, τα οποία είναι φυσιολογικό να υπάρχουν μέσα στη ζωή μας, χωρίς να προσπαθεί όμως να τα κρύψει. Η αυστηρή κριτική εαυτού και συνεπώς των άλλων πηγάζει από ανείπωτα συναισθήματα και τα “πρέπει” των άλλων που έγιναν τα δικά σας “θέλω”. Επιβραβεύστε τον εαυτό σας σε κάθε προσπάθεια, ώστε να μάθετε να επιβραβεύετε και άλλους γύρω σας. Δώστε την δυνατότητα να κάνετε και να κάνουν λάθη, γιατί μέσα από αυτά μαθαίνουμε. Πάνω από όλα μάθετε όμως να αγκαλιάζετε τον «ευάλωτο εαυτό» σας, έναν εαυτό που όλοι έχουμε και αξίζει την αναγνώρισή του, χωρίς προσπάθειες υπεραναπλήρωσης.
Παπαδόπουλος Περικλής
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Learn More
Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή
Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (OCD) σε επίπεδο συμπτωματολογίας και όχι ως μέρος διαταραχών προσωπικότητας (OCDP) αναφέρεται στην παρουσία ιδεοληψιών ή ψυχαναγκασμών ή και την ύπαρξη και των δύο. Ανάγεται στο 2-3% του γενικού πληθυσμού και αποτελεί 4η σε συχνότητα ψυχική διαταραχή. Σε διαφυλικό επίπεδο, δεν έχουν βρεθεί διαφορές ούτε σε συχνότητα αλλά ούτε σε βαρύτητα συμπτωμάτων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.
Οι ιδεοληψίες αφορούν παράλογες, επίμονες σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες που έρχονται χωρίς τη θέληση του ατόμου, οι οποίες προκαλούν έντονα δυσφορικά συναισθήματα όπως άγχος ή και φόβο. Το άτομο αναγνωρίζει το δυσλειτουργικό και παράλογο των σκέψεων και ότι είναι προϊόν δικής του σκέψης αλλά αδυνατεί να τις διαχειριστεί, ενώ συχνά η ύπαρξη και μόνο τον εμμονών αυτών τον κάνει να αμφιβάλλει. Σχετίζονται με θεματικές ποικίλου περιεχομένου όπως μόλυνσης, θρησκευτικού, συμμετρίας, απώλειας ελέγχου, σεξουαλικού, επιθετικότητας-πρόκληση κακού.
Οι ψυχαναγκασμοί αναφέρονται ως επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοερές πράξεις, που επιβάλλονται από το ίδιο το άτομο, με σκοπό να εξουδετερώσει το άγχος που έχει προκληθεί από την ιδεοληψία και συνήθως έχουν την μορφή τελετουργίας. Ψυχαναγκασμός μπορεί να θεωρηθεί και η αποφυγή μια κατάστασης που πυροδοτεί τις ιδεοληψίες. Τέτοιοι καταναγκασμοί μπορεί να είναι καθαριότητας (πλύσιμο χεριών), επανελέγχου (τσεκαρίσματα), τακτοποίησης, γνωσιακές (προσευχές, επανάληψη λέξεων και προτάσεων, αριθμητικές πράξεις).
Παρόλα αυτά συχνά αυτές οι σκέψεις ή και τα καταναγκαστικά μοτίβα συμπεριφορών συναντώνται σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ενώ ένα πολιτισμικό πλαίσιο αλλά και συνθήκες ζωής (covid-19) μπορεί να ενισχύσουν την εμφάνισή τους («να ελέγχουμε αν κλείσαμε την πόρτα, ενώ γνωρίζουμε ότι το κάναμε, να χτυπάμε το χέρι μας στο ξύλο τρεις φορές για να ξορκίσουμε το κακό, να φοράμε ένα τυχερό μας πουκάμισο κτλ»), χωρίς πάντα όμως να αναφερόμαστε δυσλειτουργία.
Πότε οι σκέψεις αυτές και τα μοτίβα συμπεριφορών αποκτούν παθολογική χροιά και χρήζουν αντιμετώπισης από ειδικό;
· Όταν έχουν οργανωθεί και αποκτούν ένταση, συχνότητα και συστηματικότητα μέσα στην καθημερινότητα του ατόμου, με το τελευταίο να αφιερώνει δηλαδή υπερβολικό χρόνο μέσα στην ημέρα του.
· Όταν προκαλούν κλινικά σημαντική ενόχληση
· Όταν πλήττεται η λειτουργικότητα σε τομείς όπως κοινωνική, επαγγελματική, διαπροσωπική, σεξουαλική.
· Όταν υπάρχει έντονη συναισθηματική δυσφορία και αδυναμία διαχείρισης και καταστολής των σκέψεων.
Learn More
Πανδημία: Η περίπτωση της συναισθηματικής υπερφαγίας
Κατά την πανδημία, ο συνδυασμός στρες, άγχους και καταθλιπτικής διάθεσης επηρέασε και τις διατροφικές συμπεριφορές.
Learn More
Sexting: Επιβλαβές ή Τρόπος σύνδεσης κατά την πανδημία
Το sexting φαίνεται να επιτρέπει κάποιο βαθμό έκφρασης της σεξουαλικότητας ενώ παράλληλα μειώνει την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό.
Learn More
Ο ψυχολογικός αντίκτυπος του Covid-19 σε ανθρώπους που νόσησαν
Η πανδημία Covid-19 συνεχίζει να αποτελεί μέρος της καθημερινότητας μας, καθορίζοντας τη συμπεριφορά μας σε ατομικό, διαπροσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Η αβεβαιότητα, ο εγκλεισμός, ο φόβος και η καχυποψία απέναντι στον άλλον έχουν ως απόρροια την ανάδυση μιας «πανδημίας» ψυχικής υγείας. Με πάνω από 416 εκατομμύρια ανθρώπους να έχουν νοσήσει με κορωνοϊό, υπολογίζεται ότι οι λοιμώξεις Covid-19 έχουν πιθανώς συμβάλει σε περισσότερες από 14,8 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις διαταραχών της ψυχικής υγείας παγκοσμίως.
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι οι μακροχρόνιες συνέπειες της νόσησης με Covid στην ψυχική υγεία. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία έχει παρατηρηθεί αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας, όπως άγχους, κατάθλιψης, κατάχρησης αλκοόλ και άλλων εθιστικών ουσιών, διαταραχής του ύπνου, αυτοκτονικών σκέψεων, σε άτομα που νόσησαν με Covid-19 ακόμα και έναν χρόνο μετά την αρχική νόσηση.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό British Medical Journal (BMJ) ανέλυσε στοιχεία για 153.848 άτομα (Μ.Ο. ηλικίας: 63 έτη) που είχαν διαγνωστεί θετικοί στον κορωνοϊό και είτε είχαν νοσηλευθεί είτε όχι, καθώς επίσης για δύο ομάδες ελέγχου των 5,6 και 5,8 εκατομμυρίων ατόμων χωρίς Covid-19.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σε βάθος ενός έτους, όσοι είχαν νοσήσει με Covid-19, είχαν 60% μεγαλύτερο κίνδυνο να διαγνωστούν αργότερα με κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ή να τους συνταγογραφηθεί κάποιο ψυχοφάρμακο. Ο κίνδυνος εμφάνισης ψυχολογικού προβλήματος αυξανόταν κατά 86% στην περίπτωση των ανθρώπων που είχε χρειαστεί να νοσηλευτούν λόγω κορωνοϊού.
Οι άνθρωποι που είχαν αρρωστήσει από κορωνοϊό, είχαν αυξημένες πιθανότητες:
- 35% να εκδηλώσουν αργότερα αγχώδεις διαταραχές
- 40% να εμφανίσουν κατάθλιψη
- 55% να παίρνουν αντικαταθλιπτικά
- 65% να κάνουν χρήση βενζοδιαζεπινών για αντιμετώπιση του άγχους
- 34% να εμφανίσουν διαταραχές λόγω κατάχρησης οπιοειδών και 20% μη οπιοειδών (π.χ. αλκοόλ).
- 41% να υποφέρουν από διαταραχές του ύπνου
- 80% από νευρογνωστική εξασθένηση (απώλεια μνήμης, σύγχυση, δυσκολία συγκέντρωσης κ.α.)
- 46% από σκέψεις αυτοκτονίας
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι ο κίνδυνος ψυχικών προβλημάτων ήταν κατά 27% και 45% μεγαλύτερος για όσους είχαν περάσει ήπια και σοβαρή Covid-19 αντίστοιχα, σε σχέση με τους ασθενείς με γρίπη (n=72.707).
Τα παραπάνω ευρήματα καθιστούν πρόδηλο το γεγονός ότι η ψυχική υγεία όσων νόσησαν με κορωνοϊό θα πρέπει να θεωρηθεί ζήτημα προτεραιότητας, και μάλιστα σε βάθος χρόνου, εστιάζοντας στην καταπολέμηση του στίγματος και στην αύξηση των πόρων και υποστήριξης.
Διδυμοπούλου Αγγελική
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Xie Y, Xu E, Al-Aly Z. (2022). Risks of mental health outcomes in people with covid-19: cohort study. BMJ.
Learn More