
3 τρόποι να παραμείνουμε ερωτικοί σύντροφοι, ενώ γίναμε γονείς!
Η γονεϊκότητα, τόσο τους πρώτους μήνες που έρχεται το νέο μέλος στη ζωή μας, όσο και τα πρώτα χρόνια, μας δοκιμάζει με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και η δυσκολία να φέρουμε την ισορροπία μεταξύ του «είμαι γονιός», αλλά «παραμένω σύντροφος». Τι σημαίνει αυτό; Παρατηρούμε πολλοί γονείς να εστιάζουν στον ρόλο της γονεϊκότητας, με τρόπο που τους κάνει να παραμελούν άλλα σημαντικά σημεία της ζωής τους, την συντροφικότητα, την σεξουαλική ζωή, τις κοινωνικές σχέσεις.
Ο ερχομός ενός παιδιού έρχεται να μας «ξαναγεννήσει», αφού πια ζούμε και υπάρχουμε προστατεύοντας και ανησυχώντας για έναν άλλον άνθρωπο, το παιδί μας.
Υπάρχουν ζευγάρια που απομακρύνθηκαν σεξουαλικά, κάποιες φορές από το διάστημα της εγκυμοσύνης, άλλες από τον τοκετό και έπειτα. Η σεξουαλική απομάκρυνση μπορεί να προκύψει λόγω της αυξημένης αφοσίωσης και φροντίδας προς το παιδί, αλλά και της κούρασης και αϋπνίας που συντροφεύει πολλούς γονείς, ιδιαίτερα τις μητέρες, τα πρώτα χρόνια.
Είναι πράγματι δύσκολο, εάν αποξενωθούμε σεξουαλικά, να έρθουμε και πάλι κοντά. Κάποια ζευγάρια «κολλούν» σε αυτό το στάδιο και εσφαλμένα το παρακάμπτουν, συνεχίζοντας την καθημερινότητα. Ερωτήματα και σκέψεις που μπορεί να μας απασχολούν είναι «Ποιος θα κάνει το πρώτο βήμα;», «Με θέλει ακόμα;», «Είναι η μητέρα του παιδιού μου πια», «Δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτό τώρα», «Είμαι κουρασμένος», «Κι αν έρθει το παιδί;».
Τι μπορούμε να κάνουμε για να μην χάσουμε την επαφή με τον σύντροφό μας;
1. Συζητήστε: είναι σημαντικό να επικοινωνήσουμε στον σύντροφό μας τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας για τις νέες συνθήκες ζωής. Η σεξουαλική απομάκρυνση μας αφορά και τους δύο. Μπορεί ο καθένας να την βιώνει διαφορετικά, αλλά είναι σημαντικό να φέρουμε το πρόβλημα στο προσκήνιο και να αναζητήσουμε τον τρόπο αντιμετώπισης μαζί! Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να βρεθούμε ξανά ερωτικά; Τι μας αγχώνει σχετικά με τον γονεϊκό ρόλο και την σεξουαλική ζωή και τελικά ποια κοινή γραμμή μπορούμε και κυρίως θέλουμε, να βρούμε οι δυο μας;
2. Βρείτε χρόνο μόνοι: μπορεί να ακούγεται αστείο σε δύο γονείς, που δουλεύουν και μεγαλώνουν παιδί ή παιδιά, το να μείνουν μόνοι. Ακόμη κι αν δεν έχουμε να αφήσουμε το παιδί μας με κάποιον να το φροντίσει για λίγο (πχ παππούς, γιαγιά, θείος, θεία), από τη στιγμή που ζούμε μαζί θα υπάρξουν λίγα λεπτά της ημέρας, κάποια ώρα, όταν τα παιδιά μας κοιμηθούν, που η πόρτα του δωματίου μας θα κλείσει και τότε θα είμαστε οι δυο μας. Που θα ξαπλώσουμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Μην αμφισβητείτε τη δύναμη που έχει ένα ερωτικό άγγιγμα, ένα φιλί, μία αγκαλιά και ένα σύντομο ερωτικό παιχνίδι. Σημασία έχει να το θέλουμε και να το διεκδικούμε.
3. Θετική ενίσχυση: βοηθήστε τον σύντροφό σας να καταλάβει τι μπορεί να σας ευχαριστεί, τι σας έχει λείψει και ενθαρρύνετε αμοιβαία, ο ένας τον άλλον, στα σημεία που αισθάνεστε ότι ενδυναμώνουν τον δεσμό σας. Επιβραβεύστε τον σύντροφο σε συμπεριφορές που σας κάνει να νιώθετε χαρά, κάντε ένα μικρό δώρο, δείξτε ότι είστε εκεί, ότι τον θέλετε και τον αγαπάτε.
Το τελικό στάδιο της οικειότητας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους έρχεται όταν γεννάμε ένα παιδί. Πρόκειται για περίοδο ραγδαίων αλλαγών στην ψυχική υγεία, τόσο της μητέρας που έχει να αντιμετωπίσει κι άλλες προκλήσεις, όπως οι σωματικές αλλαγές, οι ορμονικές, ο θηλασμός, όσο και για τον πατέρα.
Οι γονικές ευθύνες και υποχρεώσεις δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο στη σχέση μας. Σίγουρα, δεν θα είναι όλες οι μέρες ίδιες, θα υπάρχουν δυσκολίες, δεν θα έχουμε πάντοτε την ίδια διάθεση. Όμως, είναι στο χέρι μας να διεκδικούμε την ερωτική και ρομαντική πλευρά της σχέσης μας. Κι αν αυτό μας δυσκολεύει ή νιώθουμε ότι έχουμε εγκλωβιστεί στο πρόβλημά μας, ο ειδικός είναι εκεί για να σταθεί κοντά στη δυσκολία μας και να μας βοηθήσει να βρούμε τον τρόπο σαν ζευγάρι να την επικοινωνήσουμε και να την επιλύσουμε.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Έως και 20% των ανδρών βιώνει μειωμένη σεξουαλική επιθυμία: πώς απαντά η σύντροφος και πώς επηρεάζεται το ζευγάρι;
Η σεξουαλική επιθυμία μεταβάλλεται στην διάρκεια της ζωής μας. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το στρες, οι ουσίες, το αλκοόλ, η ηλικία, τα προβλήματα στη σχέση, σημαντικά γεγονότα.
Οι ερευνητικές εκτιμήσεις επιπολασμού για τη διαταραχή της υποκινητικής σεξουαλικής επιθυμίας (hypoactive sexual desire disorder) στους άνδρες αγγίζουν ποσοστά έως και 20%.
Τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο που παρουσιάζει υποτονική επιθυμία; Με απλά λόγια, δεν ενδιαφέρεται για σεξουαλική δραστηριότητα. Πρόκειται για μία κατάσταση κατά την οποία είναι χαμηλή ή απουσιάζει η σεξουαλική ορμή και αυτό μας προκαλεί δυσφορία. Οι σεξουαλικές φαντασιώσεις μπορεί να είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες, το άτομο αδιαφορεί για σεξουαλικά ερεθίσματα ή και για την σύντροφο και τελικά μπορεί να αποφεύγει την δραστηριότητα και το σεξ. Η υποτονική επιθυμία μπορεί να υπάρχει από την έναρξη της σεξουαλική ζωής ή να παρουσιαστεί έπειτα από περίοδο φυσιολογικής λειτουργίας, όπως επίσης να είναι γενικευμένη ή καταστασιακή.
Η υποτονική σεξουαλική επιθυμία μπορεί να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα, τόσο στο άτομο που την βιώνει, όσο και στο σύντροφο. Η σεξουαλική σύντροφος του άνδρα που βιώνει μειωμένη σεξουαλική επιθυμία έρχεται αντιμέτωπη με συναισθήματα, όπως η απογοήτευση, η αμηχανία και η ντροπή. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που κατηγορεί τον εαυτό της και χρεώνει τον σύντροφό της, ότι δεν την θέλει πια.
Κάθε σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να εγκλωβίσει το ζευγάρι και να φέρει ψυχρότητα, εχθρότητα, σιωπή, απόσταση, γι’ αυτό και πολλές φορές είναι δύσκολο για τον σύντροφο να το διαχειριστεί. Ωστόσο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο τρόπος, με τον οποίο το ζευγάρι θα αντιμετωπίσει αυτά τα συναισθήματα, μπορεί να έχει μεγάλο αντίκτυπο στη συνολική σεξουαλική του ικανοποίηση και την ευημερία.
Η έρευνα έχει δείξει πως οι απαντήσεις του συντρόφου μας απέναντι στο σεξουαλικό μας πρόβλημα μπορούν να είναι:
- θετικές, δηλαδή αποκρίσεις που δείχνουν στοργή και κατανόηση
- αρνητικές, που περιέχουν επίκριση και εχθρότητα
- υπερβολικές-ακραίες, δηλαδή έντονη ενασχόληση ή αποφυγή
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Journal of Sexual Medicine, διερεύνησε πώς οι απαντήσεις των συντρόφων, στους άνδρες με υποτονική σεξουαλική επιθυμία, δύναται να επηρεάσουν τη σεξουαλική ικανοποίηση, είτε να προκαλέσουν σεξουαλική δυσφορία στο ζευγάρι.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν οι άνδρες εισέπρατταν θετικά μηνύματα (κατανόηση, ενσυναίσθηση) ως απόκριση στη χαμηλή τους επιθυμία, από τις συντρόφους τους, οι ίδιοι και οι σύντροφοί τους ανέφεραν υψηλότερη σεξουαλική ικανοποίηση. Αντίθετα, όταν οι άνδρες έπαιρναν αρνητικές απαντήσεις (κριτική, εχθρικά σχόλια) τα ζευγάρια ανέφεραν χαμηλότερη σεξουαλική ικανοποίηση. Τέλος, όσον αφορά τους άνδρες που εισέπρατταν πιο ακραίες απαντήσεις, οι σύντροφοί τους ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν υψηλότερη σεξουαλική δυσφορία.
Το σεξουαλικό πρόβλημα μέσα στη σχέση αφορά και τους δυο μας. Τα ευρήματα αυτής της σύγχρονης έρευνας επιβεβαιώνουν, για άλλη μια φορά, την σημασία της ενσυναίσθησης, της κατανόησης και των θετικών υποστηρικτικών μηνυμάτων μέσα στη σχέση. Τα ζευγάρια που καταφέρνουν να επικοινωνήσουν το πρόβλημα, να στηρίξουν τον σύντροφο που βιώνει μία δυσκολία, τελικά είναι πιο ευτυχισμένα και προχωρούν στην όποια δυσκολία μαζί. Ο χρεωστικός λόγος, η επίκριση, η αποφυγή και ο θυμός μας παγιδεύουν σε έναν φαύλο κύκλο, που διαιωνίζει το πρόβλημα και βλάπτει τη σχέση μας.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Ψυχικές και σεξουαλικές επιπτώσεις στη γυναίκα με Σακχαρώδη Διαβήτη
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα μεταβολικό νόσημα, το οποίο ακολουθεί χρόνια πορεία, και σχετίζεται με την αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, κυρίως λόγω ανεπάρκειας μιας ορμόνης του παγκρέατος, της ινσουλίνης, γεγονός που επηρεάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος. Αποτελεί μια από τις παθήσεις του μεταβολικού συνδρόμου, μαζί με την παχυσαρκία, την αρτηριακή υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία.
Χαρακτηριστικές είναι οι επιπτώσεις του Σακχαρώδους Διαβήτη στη γυναικεία σεξουαλική λειτουργικότητα. H συχνότητα εμφάνισης σεξουαλικών δυσλειτουργιών εκτιμάται ότι αγγίζει το 20-80% των γυναικών με Σακχαρώδη Διαβήτη. Η σεξουαλική λειτουργικότητα της γυναίκας σχετίζεται με τη φυσιολογική λειτουργικότητα συμπεριλαμβανομένης της κολπικής αιμοδυναμικής και εφύγρανσης, της κλειτοριδικής αιμοδυναμικής, της μυϊκής δραστηριότητας της περιοχής του πυελικού εδάφους και των γεννητικών οργάνων, και της νευρογενούς βλάβης των πυελικών οργάνων. Η σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη είναι απόρροια των επιβλαβών συνεπειών της υπεργλυκαιμίας, των λοιμώξεων και των νευρολογικών, αγγειακών και ψυχολογικών διαταραχών στις προαναφερθείσες φυσιολογικές λειτουργίες.
Ενίοτε, η σεξουαλική δυσλειτουργία αποτελεί πρώιμο σύμπτωμα του Σακχαρώδους Διαβήτη. Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί συσχέτιση της νόσου με διαταραχές της επιθυμίας, της διέγερσης, του οργασμού, της διείσδυσης και γεννητικό πυελικό πόνο. Γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 αναφέρουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, κολπική εφύγρανση, συχνότητα οργασμού και δυσπαρεύνια (πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής). Οι ορμονικές αλλαγές και ο μεγαλύτερος κίνδυνος λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος συσχετίζεται με σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα. Η νευροτοξική επίδραση της υπεργλυκαιμίας προκαλεί αφυδάτωση των βλεννογόνων στον κόλπο με αποτέλεσμα την ξηρότητα του και τον αυξημένο πόνο (δυσπαρεύνια).
Ωστόσο, ο Σακχαρώδης Διαβήτης δεν επηρεάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα μόνο μέσω οργανικών/φυσιολογικών παραγόντων (νευροπάθεια, κολπική ξηρότητα) αλλά και μέσω ψυχολογικών (κατάθλιψη, άγχος). Έχει παρατηρηθεί ότι γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας σε σχέση με γυναίκες που δεν πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη, γεγονός που δρα ως επιβαρυντικός παράγοντας στη σεξουαλική λειτουργικότητα.
Πιο αναλυτικά, φαίνεται να διαμορφώνουν δυσλειτουργικές πεποιθήσεις αναφορικά με την νέα αυτοεικόνα τους σε σύγκριση με την παρελθοντική, προ ασθενείας. Παρατηρείται υπερβολική ενασχόληση με την ασθένεια, η οποία θεωρούν πως καθορίζει πλέον κάθε τομέα της ζωής τους. Οι γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη εστιάζουν στην απώλεια της σωματικής τους υγείας, υιοθετούν μια αρνητική εικόνα για το σώμα τους, το οποίο δεν αποδέχονται, ενώ μπορεί να θεωρούν ότι δεν είναι πλέον θελκτικές, ελκυστικές για τον σύντροφο τους. Ως απόρροια τα αισθήματα αβεβαιότητας, το άγχος και η μελαγχολία διογκώνονται, γεγονός που επιδρά αρνητικά στη σεξουαλική αυτοεκτίμηση τους. Οι γυναίκες αυτές δεν αισθάνονται άνετα να εκφράσουν τη σεξουαλικότητα τους και να διεκδικήσουν έναν ενεργό σεξουαλικό ρόλο, αλλά ούτε και να μοιραστούν τις επιθυμίες ή τους προβληματισμούς τους μέσα στη σχέση τους. Σαν αποτέλεσμα, τόσο οι ίδιες όσο και οι σύντροφοι τους δηλώνουν μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση αλλά και ικανοποίηση ζωής.
Τα προσωπικά ταμπού αναφορικά με το σεξ καθώς και αισθήματα ντροπής ενδέχεται να παρεμποδίζουν τις γυναίκες από το να αποκαλύψουν στον θεράποντα ιατρό τους τα σεξουαλικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, η σεξουαλική λειτουργικότητα αποτελεί μια παράμετρο, η οποία θα πρέπει να αξιολογείται στην κλινική πράξη, ενώ σε περίπτωση ανάγκης αντιμετώπισης μιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι χρήσιμο να ακολουθείται μια διεπιστημονική θεραπευτική προσέγγιση. Κρίνεται σημαντικό οι γυναίκες να τολμούν να μιλήσουν καθώς και να αναζητούν την βοήθεια ειδικών σεξουαλικής υγείας.
Αγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Learn More
Μπορεί το σεξουαλικό μου πρόβλημα να «μεταδοθεί» στον σύντροφό μου;
Ένα σεξουαλικό πρόβλημα είναι ικανό να επηρεάσει τους συντρόφους της σχέσης, μιας και η σεξουαλική ζωή αφορά και τους δυο μας.
Μία πρόσφατη μετά-ανάλυση 26 ερευνών, που δημοσιεύτηκε στο Journal of sexual medicine και στις οποίες συμμετείχαν ζευγάρια που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στη σεξουαλική τους ζωή, ανέδειξε μια σταθερή συσχέτιση μεταξύ της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας (χαμηλή επιθυμία, προβλήματα με τη διέγερση, τη λίπανση, την ευχαρίστηση και τον οργασμό) και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας των ανδρών. Οι άνδρες, που η σύντροφός τους αντιμετώπιζε κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία, είχαν τέσσερις φορές περισσότερο κίνδυνο στυτικής δυσλειτουργίας και διπλάσιο από τον μέσο κίνδυνο πρόωρης εκσπερμάτισης.
Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να συνδέει τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες των γυναικών και των ανδρών; Μια εξήγηση που μπορούμε να δώσουμε είναι το στρες. Γιατί;
Το άγχος πυροδοτεί την απελευθέρωση της ορμόνης κορτιζόλης. Όταν η κορτιζόλη «πλημμυρίζει» την κυκλοφορία του αίματος, κατευθύνει επιπλέον αίμα στα άκρα μας για αυτοάμυνα ή διαφυγή (το αντανακλαστικό πάλης ή φυγής). Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, η αντίδραση μάχης ή φυγής μπορεί να είναι σωτήρια, ωστόσο, όταν το άγχος γίνεται χρόνιο σε καταστάσεις μη επείγουσες, η κορτιζόλη γίνεται σεξουαλικό «εμπόδιο». Με άλλα λόγια, μειώνει την ποσότητα του αίματος που ρέει στα γεννητικά όργανα. Ως αποτέλεσμα, δύναται να βλάψει τη στύση, τη λίπανση του κόλπου και την ευαισθησία της κλειτορίδας, η οποία με τη σειρά της μειώνει τη σεξουαλική ευχαρίστηση και δυσκολεύει τον οργασμό.
Αυτή είναι μία εξήγηση για το πως μπορεί το σεξουαλικό πρόβλημα του συντρόφου μας, να μας «εγκλωβίσει», αλλά και πως οι ίδιοι μπορεί να μπλοκάρουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, λόγω άγχους.
Τα σεξουαλικά προβλήματα που σχετίζονται με το στρες δημιουργούν συχνά έναν φαύλο κύκλο: Το στρες προκαλεί δυσλειτουργίες, οι οποίες ενισχύουν το στρες, επιδεινώνοντας έτσι το ήδη υπάρχον πρόβλημα.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να κάνουμε για να υποστηρίξουμε τον σύντροφό μας:
- Δείχνουμε κατανόηση και δεν είμαστε επικριτικοί: Είναι σημαντικό να προσεγγίζουμε το θέμα με ενσυναίσθηση και κατανόηση. Αποφεύγουμε σχόλια που μπορεί να δημιουργήσουν ενοχή ή ντροπή στον σύντροφό μας.
- Ενθαρρύνουμε τον σύντροφό μας να αναζητήσει βοήθεια: Η σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία με τη βοήθεια ενός θεραπευτή.
- Επικοινωνούμε ανοιχτά και ειλικρινά: Εκφράζουμε ότι είμαστε εκεί για να υποστηρίξουμε τον σύντροφό μας και να συνεργαστούμε προκειμένου να βρούμε λύση.
- Εξερευνούμε εναλλακτικές μορφές οικειότητας: Μπορεί η σεξουαλική δραστηριότητα να είναι δύσκολη ή άβολη για τον σύντροφό μας. Αυτό δεν μας εμποδίζει από το να εξερευνήσουμε εναλλακτικές μορφές οικειότητας, όπως η αγκαλιά, τα φιλιά ή ένα αισθησιακό μασάζ.
Καταλήγοντας, η σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να επηρεάσει τον σύντροφο και να του «μεταδόσει» αρνητικά συναισθήματα, στρες και δυσλειτουργία. Η έννοια της «μετάδοσης» έχει ψυχολογικό υπόβαθρο, καθώς ψυχική και σεξουαλική υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Οφείλουμε να στηρίζουμε τον σύντροφό μας και τη σχέση μας σε αυτή τη δοκιμασία και να θυμόμαστε πως η σεξουαλική δυσλειτουργία είναι ένα κοινό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι και με τη σωστή υποστήριξη και θεραπεία, μπορεί να επιλυθεί με επιτυχία!
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Εγκυμοσύνη: πόσο συχνές είναι οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Η κύηση φέρνει αλλαγές, τόσο στο σώμα της γυναίκας, όσο και στην ψυχική της κατάσταση. Φυσικό επακόλουθο είναι καθ’ όλη την διάρκεια της εγκυμοσύνης να υπάρξουν και αλλαγές στην σεξουαλική ζωή της γυναίκας. Το διάστημα της κύησης βιώνεται διαφορετικά από κάθε γυναίκα.
Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι η σεξουαλική ζωή της εγκύου επηρεάζεται από μία ποικιλία παραγόντων. Ο φόβος της πιθανότητας να τραυματιστεί το έμβρυο, η δυσφορία που ενδεχομένως βιώνει η γυναίκα για το σώμα της, η έλλειψη ενδιαφέροντος και η αίσθηση μη ελκυστικότητας, κάποιο είδος αμηχανίας και ο πόνος στην διάρκεια της επαφής, αποτελούν βασικούς παράγοντες που παίζουν καταλυτικό ρόλο στην μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας.
Πολλοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, σκέφτονται το σεξ στην περίοδο της εγκυμοσύνης με φόβο, ενώ στην πραγματικότητα εάν δεν συντρέχει ιατρικός λόγος, δεν υπάρχει ανησυχία.
Επιπλέον, οι έρευνες δείχνουν ότι κάποιες γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Πέρα από τις σωματικές αλλαγές, που είναι ορατές, η γυναίκα βιώνει ορμονικές αλλαγές, οι οποίες είναι μεν προσωρινές, μπορούν ωστόσο να επηρεάσουν τις σωματικές της αποκρίσεις, όπως για παράδειγμα την κολπική εφύγρανση. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής οι μύες του πυελικού εδάφους μπορεί να επηρεαστούν, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε πόνο κατά την σεξουαλική επαφή και τον οργασμό. Πόσο συχνό είναι, όμως, μία έγκυος γυναίκα να έρχεται αντιμέτωπη με σεξουαλικές δυσλειτουργίες;
Πρόσφατη μετα-ανάλυση που δημοσιέυτηκε το 2023 στο Journal of Sexual Medicine εξέτασε την συχνότητα εμφάνισης σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε έγκυες. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ο επιπολασμός της σεξουαλικής δυσλειτουργίας σε έγκυες ήταν 69,7%, καταδεικνύοντας ότι περίπου 7 στις 10 υγιείς γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν σεξουαλική δυσλειτουργία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους και ίσως το ποσοστό αυξάνεται ακόμα περισσότερο για γυναίκες με υποκείμενες παθήσεις.
Η ενημέρωση για την σεξουαλική μας λειτουργία και υγεία, ιδιαίτερα σε περιόδους ζωής που ερχόμαστε αντιμέτωποι με μεταβολές, είναι ύψιστης σημασίας. Η εκπαίδευση των γυναικών, αλλά και των συντρόφων τους σχετικά με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η εγκυμοσύνη στη σεξουαλική λειτουργία είναι πολύτιμη.
Το σώμα της γυναίκας αλλάζει προκειμένου να καταφέρει να δημιουργήσει, θρέψει και τελικά φέρει στον κόσμο μία ζωή. Η γυναίκα πρέπει να γνωρίζει ότι οι αλλαγές είναι παροδικές, οι ορμόνες θα βρουν ξανά την ισορροπία τους.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως οι αλλαγές ψυχικής και σεξουαλικής φύσεως κατά την διάρκεια της κύησης είναι φυσιολογικές, όσο πιο ενημερωμένοι είμαστε, τόσο πιο προετοιμασμένοι να τις υποδεχτούμε και να μην ανησυχούμε, όταν δεν υπάρχει λόγος. Δεν διστάζουμε να αναφέρουμε τις σκέψεις μας και τις απορίες μας για την σεξουαλική μας ζωή. Ο γυναικολόγος μας, αλλά και ένας επαγγελματίας σεξουαλικής υγείας είναι εδώ για να μας ακούσει, να μας λύσει απορίες και να μας παρέχει μία συμβουλευτική καθοδήγηση.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Αντισυλληπτικά: μπορούν να επηρεάσουν τη διάθεσή μου;
Υπολογίζεται ότι 151 εκατομμύρια γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά (ορμονικά αντισυλληπτικά, από του στόματος χορηγούμενα χάπια), από τις οποίες πολλές επωφελούνται από την αποφυγή μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, της εμμηνορροϊκής αιμορραγίας, της διαταραχής του πόνου, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
Τα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι η ορμονική αντισύλληψη μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση ορισμένων γυναικών, ωστόσο, η σχέση μεταξύ της ορμονικής αντισύλληψης και της κατάθλιψης παραμένει αμφιλεγόμενη.
Τα ποσοστά κατάθλιψης προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια υγεία σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ η έρευνα συνεχώς προσπαθεί να εντοπίσει σημαντικούς παράγοντες κινδύνου. Τα κλινικά περιστατικά, αλλά και η βιβλιογραφία μας δείχνουν ότι δεν υπάρχουν μεμονωμένες αιτίες που οδηγούν έναν άνθρωπο στην κατάθλιψη. Κάθε άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με αυτήν μπορεί να έχει αναπτύξει ευαλωτότητα για διάφορους λόγους, όπως βιολογικοί παράγοντες, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί.
Πρόσφατη μελέτη του 2023 που δημοσιεύτηκε στο Epidemiology and psychiatric sciences, περιλάμβανε 264.557 γυναίκες. Η έρευνα έδειξε πως όσες γυναίκες ήταν στα δύο πρώτα χρόνια χρήσης αντισυλληπτικών χαπιών είχαν υψηλότερο ποσοστό κατάθλιψης από εκείνες που δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος κατάθλιψης παρέμεινε και μετά την διακοπή της αντισυλληπτικής μεθόδου.
Τα αντισυλληπτικά χάπια έχουν επηρεάσει θετικά τη ζωή εκατομμυρίων γυναικών από την εποχή που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά. Οι βασικές τους λειτουργίες είναι η πρόληψη της εγκυμοσύνης, η ρύθμιση του κύκλου, αλλά χρησιμοποιούνται και θεραπευτικά σε γυναικολογικές παθήσεις. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η χρήση αντισυλληπτικών πρέπει να γίνεται πάντα υπό την επίβλεψη ενός γυναικολόγου, καθώς κάθε περίπτωση είναι μοναδική και πρέπει να αξιολογείται με βάση τις ανάγκες και την υγεία κάθε γυναίκας.
Το να απολαμβάνουμε το σεξ με ασφάλεια, τόσο από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όσο και από τον κίνδυνο μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης είναι ύψιστης σημασίας. Σε συνεννόηση με τον γιατρό μας επιλέγουμε την κατάλληλη για εμάς μέθοδο αντισύλληψης, πάντοτε με έγκυρη ενημέρωση, ώστε να γνωρίζουμε τελικά τα οφέλη, αλλά και τους εκάστοτε πιθανούς κινδύνους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, μία γυναίκα με ιστορικό κατάθλιψης σε επικοινωνία με τον γιατρό της θα επιλέξει την μέθοδο αντισύλληψης και θα προνοήσει, ώστε να παρακολουθεί τυχόν αλλαγές που μπορεί να αισθανθεί, τόσο σε επίπεδο ψυχικό, όσο και σε οργανικό.
Το ασφαλές σεξ είναι δικαίωμα όλων μας και η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία!
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Πώς επιδρά το αλκοόλ στην γυναικεία σεξουαλική υγεία;
Έρευνες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση αλκοόλ και η σεξουαλική συμπεριφορά συνδέονται στενά. Παρά το γεγονός ότι είναι αναληθές, πολλοί πιστεύουν ότι το αλκοόλ είναι ένας ισχυρός σεξουαλικός ενισχυτής.
Η κατανάλωση αλκοόλ σε χαμηλές ποσότητες μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ευφορίας και να κάνει ορισμένα άτομα πιο δεκτικά στη σεξουαλική δραστηριότητα. Από την άλλη, υψηλές ποσότητες αλκοόλ έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Το αλκοόλ είναι ένα κατασταλτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος, που επιβραδύνει τη λειτουργία του εγκεφάλου, την αναπνοή και τη ροή του αίματος. Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση υψηλών ποσοτήτων αλκοόλ μπορεί να επηρεάσει δυνητικά την υγεία και τη σεξουαλική ζωή μιας γυναίκας προκαλώντας:
- Μειωμένη λίμπιντο: Το αλκοόλ μπορεί να μειώσει τη σεξουαλική επιθυμία και ορμή στις γυναίκες, καθώς μειώνει την ευαισθησία στην αφή, με αποτέλεσμα μειωμένη διέγερση.
- Μειωμένη εφύγρανση και δυσκολία οργασμού: Μπορεί επίσης να προκαλέσει καθυστέρηση στην επίτευξη οργασμού και να μειώσει τη ροή του αίματος στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, οδηγώντας σε κολπική ξηρότητα.
- Επικίνδυνη σεξουαλική συμπεριφορά: Υπό την επήρεια αλκοόλ, η αντιληπτική μας κρίση και η δυνατότητα να λάβουμε αποφάσεις μειώνεται. Αυτό μας καθιστά ευάλωτους και άρα πιο εκτεθειμένους σε πιθανούς κινδύνους, τόσο γενικά, όσο και ειδικά σε ζητήματα σεξουαλικής φύσης (πχ σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις).
- Υπογονιμότητα: Η κατάχρηση αλκοόλ έχει συσχετιστεί και στα δύο φύλα με προβλήματα γονιμότητας.
- Προβλήματα στις σχέσεις: Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα σχέσεων μέσα από την δυσκολία επικοινωνίας και τις αυξημένες συγκρούσεις. Επηρεάζει αρνητικά, τόσο τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας όσο και την σχεσιακή της ικανοποίηση.
Συμπερασματικά, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ έχει αρνητικές επιπτώσεις, όχι μόνο στο προσδόκιμο ζωής, αλλά και στη σεξουαλική υγεία και τις σχέσεις. Αυτό οφείλεται στους νευρολογικούς και αγγειακούς μηχανισμούς, στην ορμονική του τοξικότητα, η οποία έχει επιζήμια επίδραση τόσο στις κοινωνικές, όσο και στις σεξουαλικές πτυχές της ζωής της γυναίκας.
Μολονότι η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί μία νόμιμη συνήθεια, η οποία μάλιστα έχει ταυτιστεί με τις εξόδους και τη διασκέδαση, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τους κινδύνους που ενέχει, ένας από τους οποίους είναι ο κίνδυνος εθισμού, αλλά και οι επιπτώσεις στην σωματική και ψυχική υγεία. Η υπεύθυνη κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί το «κλειδί» για την ελαχιστοποίηση των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Να γιατί ο ύπνος είναι το μυστικό όπλο για καλύτερη σεξουαλική λειτουργία!
Στην σύγχρονη εποχή, οι περισσότεροι από εμάς διατηρούν ακανόνιστες συνήθειες ύπνου, «ξεκουράζονται» μπροστά σε μία οθόνη, είτε της τηλεόρασης, είτε του κινητού, που έχει γίνει προέκταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την άλλη, η διασκέδαση ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό, ιδιαίτερα στις νέες ηλικίες, με το ξενύχτι και την κατανάλωση αλκοόλ, συνήθειες και τάσεις που συνωμοτούν κατά της υγείας μας.
Ένας καλός βραδινός ύπνος έχει πολλά οφέλη για την λειτουργία του οργανισμού μας, ένα από τα οποία είναι και η ενίσχυση της σεξουαλικής λειτουργικότητας.
Σε μετα-ανάλυση του 2023 που δημοσιέυτηκε στο Journal of Sexual Medicine μελετήθηκε η σχέση μεταξύ των διαταραχών ύπνου, της ποιότητας, της διάρκειας και της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι διαταραχές ύπνου, ιδιαίτερα η αποφρακτική άπνοια, αυξάνουν τον κίνδυνο σεξουαλικής δυσλειτουργίας, τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες. Ενώ, η κακή ποιότητα ύπνου συσχετίστηκε, επίσης, σημαντικά με σεξουαλική δυσλειτουργία. Τα άτομα που δεν κάνουν καλό ύπνο ή/και κοιμούνται λίγες ώρες έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν σεξουαλική δυσλειτουργία. Στον αντίποδα, η μεγάλη διάρκεια ύπνου δεν φάνηκε να επηρεάζει.
Μία θεωρία που εξηγεί τα παραπάνω αποτελέσματα επικεντρώνεται στην άποψη πως οι δυσκολίες αυτές μειώνουν τον ύπνο REM (Rapid Eye Movement – ταχεία κίνηση των ματιών) και τελικά μειώνεται η παραγωγή σημαντικών ορμονών του φύλου, που φυσιολογικά παράγονται στη διάρκεια του ύπνου μας.
Ο ύπνος είναι πολύτιμος, γι’ αυτό:
- Διατηρείστε μία όσο τον δυνατόν πιο σταθερή ρουτίνα ύπνου και προσπαθήστε να αποφεύγετε το ξενύχτι.
- Κοιμηθείτε με τον σύντροφό σας. Μελέτες έχουν δείξει οτι ο ύπνος με τον σύντροφό μας συσχετίζεται με βελτιωμένη ποιότητα ύπνου.
- Αποφύγετε τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών πριν τον ύπνο, δημιουργώντας ένα σκοτεινό, άνετο περιβάλλον, περιορίζοντας τους θορύβους.
- Αποφύγετε την κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού πριν τον ύπνο.
Σε κάθε περίπτωση, εάν αντιμετωπίζουμε συστηματικά δυσκολίες με τον ύπνο, συνίσταται να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό.
Καταλήγοντας, ο καλός ύπνος μας «προσφέρει» διάυγεια, ψυχική ηρεμία και καλή σεξουαλική υγεία, γιατί μέσα από αυτόν ζούμε και υπάρχουμε στο κάθε μέρα μας!
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Μπορεί το σεξ στην μακροχρόνια σχέση να είναι παθιασμένο;
Υπάρχει η αντίληψη ότι το σεξ σε μία μακροχρόνια σχέση μπορεί να γίνει βαρετό, να παραμεληθεί, να μην είναι πια προτεραιότητα για το ζευγάρι, καθώς «έρχονται» στη ζωή μας κι άλλες υποχρεώσεις… Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι ώρες εργασίας, η επικοινωνία που έγινε περισσότερο διαδικτυακή, παρά πρόσωπο με πρόσωπο, αποτελούν παράγοντες που μας κουράζουν και μας απομακρύνουν και τελικά, όταν μετά από μία δύσκολη μέρα επιστρέψουμε στο σπίτι, είμαστε διατεθειμένοι να αφιερώσουμε χρόνο και διάθεση στον σύντροφό μας, ειδικά όταν η σχέση μας «πάλιωσε» και δεν «πλημμυρίζουμε» πια από ενθουσιασμό;
Στο τέλος της ημέρας, ξαπλώνουμε κουρασμένοι και στην καλύτερη περίπτωση, προγραμματίζουμε ή έχουμε στο μυαλό μας μία μέρα, ένα εβδομαδιαίο «ραντεβού». Το σεξ φαντάζει μακρινό και χάνει τον αυθορμητισμό του. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα για το σεξ στην μακροχρόνια σχέση; Η αλήθεια είναι πως αποτελεί μία πραγματικότητα, όχι, όμως, πάντα. Υπάρχουν κάποια οφέλη που αναπτύσσονται με την πάροδο του χρόνου. Μία υγιής μακροχρόνια σχέση, συνεπάγεται συναισθήματα αγάπης, σύνδεσης, οικειότητας, στοιχεία που ενδυναμώνουν την σεξουαλική επαφή. Μέσα στον χρόνο, λοιπόν, και μέσα από την σεξουαλική δραστηριότητα με τον σύντροφο:
- Μαθαίνω το σώμα του συντρόφου μου: Πόσοι γνωρίζουν πραγματικά το σώμα του συντρόφου; Έχουν παρατηρήσει, χαιδέψει, εξερευνήσει, γνωρίσει και τελικά ανακαλύψει βήμα βήμα, μέσα από τις αισθήσεις, την αφή, την όραση, την γεύση, το σώμα του αγαπημένου τους; Είναι μία διαδικασία που θέλει χρόνο καθώς, μέσω της παρατήρησης, έχουμε την ευκαιρία να εξερευνήσουμε το σώμα του συντρόφου σε διάφορες καταστάσεις και συνθήκες. Αυτή η παρατηρητικότητα μας βοηθά να μάθουμε τις αντιδράσεις του, τα σημεία που τον ευχαριστούν και τις προτιμήσεις του.
- Αυξάνεται η οικειότητα και εξερευνώ τι μας αρέσει πραγματικά: Το σεξ και η οικειότητα είναι δύο έννοιες συμβατές που μπορούν να προχωρούν και να εξελίσσονται μαζί, βελτιώνοντας η μία την άλλη. Πώς γίνεται αυτό; Τον πρώτο καιρό που είμαστε μαζί ίσως υπάρχουν κάποιοι δισταγμοί, δεύτερες σκέψεις, πώς να φερθούμε, τι του αρέσει; Κάποιες φορές μάλιστα διστάζουμε να ρωτήσουμε τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Η εξέλιξη της επικοινωνίας με την αύξηση της οικειότητας μας δίνει το θάρρος να έρθουμε πιο κοντά και η σεξουαλική δραστηριότητα απαιτεί επικοινωνία.
- Αποκαλύπτουμε φαντασιώσεις: Η μακροχρόνια σεξουαλική εμπειρία που αποκτώ με τον σύντροφό μου μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση περιπέτειας και διασκέδασης. Με την εμπειρία και την οικειότητα που έχουμε αναπτύξει, μπορούμε να αποκαλύψουμε και να εξερευνήσουμε νέες φαντασιώσεις, παιχνίδια ρόλων και τεχνικές που δύναται να ενισχύσουν τη συναισθηματική και σεξουαλική απόλαυση.Με το πέρασμα του χρόνου οι σύντροφοι γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους, μπορούν να εξερευνήσουν νέες πτυχές της σεξουαλικότητάς τους και να ανακαλύψουν νέους τρόπους απόλαυσης.
Η αξιολόγηση των αναγκών, των προτιμήσεων και η προσαρμογή στις αλλαγές που εμφανίζονται με την πάροδο του χρόνου είναι σημαντικές για τη διατήρηση μιας ικανοποιητικής, ευεργετικής και γεμάτης πάθος σεξουαλικής σχέσης. Μία μακροχρόνια σχέση μπορεί να μας προσφέρει άφθονο και συναρπαστικό σεξ, αρκεί εμείς να το διεκδικούμε και να το εξελίσσουμε με τον άνθρωπο που έχουμε επιλέξει δίπλα μας.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Η σεξουαλική μας ζωή ως «εγγυητής» υγείας και ευημερίας
Η σεξουαλική δραστηριότητα είναι μια σημαντική πτυχή των περισσότερων ρομαντικών σχέσεων. Ωστόσο, πολλά ζευγάρια αναφέρουν μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας με την πάροδο του χρόνου και πολλούς λόγους για τους οποίους δεν κάνουν σεξ σε καθημερινή βάση. Εδώ, θα παρουσιάσουμε τα οφέλη που προσφέρει στην υγεία μας η διατήρηση ενεργής σεξουαλικής ζωής, σε όποια ηλικία και φάση ζωής κι αν βρισκόμαστε.
Η σεξουαλική δραστηριότητα συμβάλλει στην υγεία μας γιατί:
Ενισχύει την σύνδεση και τον δεσμό: Η ωκυτοκίνη, γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης» απελευθερώνεται όταν αγγίζουμε, αγκαλιάζουμε τον σύντροφό μας, αλλά και στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Ενισχύει την σύνδεση και έχει αγχολυτική και ηρεμιστική δράση. Τα πιο υψηλά επίπεδα της ορμόνης στη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας τα συναντάμε την στιγμή του οργασμού.
Δημιουργεί συναισθήματα ευφορίας: Η αύξηση της ωκυτοκίνης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ενδορφινών. Οι ενδορφίνες έχουν ευφορική και αναλγητική δράση. Εκκρίνονται σε μεγάλες ποσότητες όταν περνάμε ευχάριστες στιγμές, όπως κατά τη σεξουαλική επαφή, κυρίως στον οργασμό. Δημιουργούν αίσθημα δεσμού, άνεσης, εμπιστοσύνης και ικανοποίησης. Η αύξηση των επιπέδων ενδορφίνης κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας θεωρείται ότι συμβάλλει στο δέσιμο και την προσκόλληση μεταξύ των συντρόφων.
Βελτιώνει την ποιότητα του ύπνου: Μέσα από έρευνες έχει φανεί ότι το σεξ και ο οργασμός βελτιώνουν την ποιότητα του ύπνου. Έπειτα από την έκκριση των ορμονών που μας προσφέρουν συναισθήματα χαλάρωσης, ικανοποίησης και ευτυχίας επέρχεται πιο εύκολα ο ύπνος και μάλιστα είναι πιο ποιοτικός. Άλλωστε μην ξεχνάμε, ότι ο ύπνος αποτελεί βασικό παράγοντα της υγείας και της λειτουργίας του οργανισμού μας.
Ενισχύει το ανοσοποιητικό: Το σεξ αποτελεί μία δραστηριότητα που ενεργοποιεί τους μυς του σώματος, ενισχύει την καρδιακή λειτουργία, καθώς ο καρδιακός ρυθμός και η αρτηριακή πίεση αυξάνονται, προκαλώντας αύξηση της κυκλοφορίας του αίματος σε όλο το σώμα. Μάλιστα, ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν αυξημένα επίπεδα ανοσοσφαιρίνης Α (μία από τις πέντε τάξεις αντισωμάτων που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανοσία του οργανισμού) έπειτα από τη σεξουαλική επαφή.
Καταληκτικά, η σεξουαλική επαφή μπορεί να συμβάλλει στην υγεία και την ευεξία. Η διατήρηση της ενεργής σεξουαλικής ζωής έχει οφέλη τόσο για την ψυχική, όσο κα για την σωματική υγεία. Το σεξ δίνει χαρά και ικανοποίηση! Όταν ο εγκέφαλός μας χαίρεται, τότε ζούμε και υπάρχουμε, η αυπνία υποχωρεί και το ανοσοποιητικό τροφοδοτείται. Οι έρευνες δείχνουν ότι τα υψηλά επίπεδα οικειότητας συσχετίζονται αρνητικά με την κατάθλιψη και θετικά με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και την καρδιαγγειακή υγεία.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.