
Ύπνος και σεξουαλικές δυσλειτουργίες σε γυναίκες με κυλιόμενο ωράριο
Ο ύπνος αποτελεί βασικό ρυθμιστή του ανθρώπινου βιολογικού ρολογιού και έχει συσχετιστεί τόσο με την ψυχική ευεξία και την ποιότητα ζωής, όσο και με τη σεξουαλική λειτουργία. Πλήθος ερευνών έχει μελετήσει τη συσχέτιση σεξουαλικής λειτουργίας και ποιότητας ύπνου τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι διαταραχές ύπνου αποτελούν παράγοντα κινδύνου (risk factor) για την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών.
Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό του Sexual Medicine μελέτησε τη συσχέτιση κυλιόμενου ωραρίου με την εμφάνιση σεξουαλικών δυσλειτουργιών, σε νοσηλεύτριες. Το δείγμα αποτελούνταν από 120 γυναίκες, 26-35 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 33 έτη, 45% παντρεμένες περισσότερο από 10 έτη, χωρίς διαγνωσμένη ψυχική διαταραχή και χωρίς οργανικό ιστορικό (σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακά, νευρολογικές ασθένειες). Ο ύπνος αξιολογήθηκε με το ψυχομετρικό εργαλείο PittsburghSleepQualityIndex (PSQI) το οποίο μελετά 7 κατηγορίες: ποιότητα ύπνου, καθυστέρηση ύπνου, διάρκεια ύπνου, συνήθης αποδοτικότητα-αποτελεσματικότητα ύπνου, διαταραχές ύπνου, χρήση υπνωτικών και καθημερινή λειτουργικότητα. Για την αξιολόγηση σεξουαλικής λειτουργίας χρησιμοποιήθηκαν δύο ερωτηματολόγια: SexualSelf-EfficacyQuestionnaire και sexualqualityoflife-female. Δημιουργήθηκαν 2 ομάδες: ομάδα ελέγχου και ομάδα παρέμβασης όπου θα έπρεπε να συμμετέχουν σε μαθήματα βελτίωσης ύπνου. Η αξιολόγηση έγινε σε δύο χρόνους (baseline, 3 μήνες μετά)
Αποτελέσματα:
- Το 65% του δείγματος παρουσίασε χαμηλή ποιότητα ύπνου, ενώ το 82% παρουσίασε μείωση στην σεξουαλική του ζωή (αξίζει να σημειωθεί πως το 95% δεν είχε κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία πριν την αλλαγή στο πρόγραμμα του ύπνου).
- Το 13.5% ανέφερε κακή σεξουαλική λειτουργικότητα, 79% μέτρια σεξουαλική λειτουργικότητα, και το 7.5%καλή σεξουαλική ζωή.
- Η ποιότητα του ύπνου φάνηκε να συσχετίζεται με προβλήματα διέγερσης και οργασμού στην γυναίκα, όσο μικρότερη ποιότητα ύπνου τόσο χαμηλότερο σκορ στην κλίμακα με τη σεξουαλική λειτουργικότητα.
- Τα προβλήματα αφορούσαν την επιθυμία, τη διέγερση και κατά συνέπεια τον οργασμό.
- Παρατηρήθηκε μείωση τη σεξουαλικής ζωής με την έναρξη του κυλιόμενου ωραρίου και την αλλαγή στο πρόγραμμα του ύπνου.
- Η ομάδα που εγγράφηκε σε σεμινάρια βελτίωσης ύπνου (3 μήνες), αύξησε το σκορ στη σεξουαλική λειτουργικότητα και βελτίωσε τον ύπνο της, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Παπαδόπουλος Περικλής
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: Khastar, H., Mirrezaie, S. M., Chashmi, N. A., & Jahanfar, S. (2020). Sleep Improvement Effect on Sexual Life Quality Among Rotating Female Shift Workers: A Randomized Controlled Trial. The Journal of Sexual Medicine.
Learn More
Η ενεργή σεξουαλική ζωή επιδρά στην εμμηνόπαυση της γυναίκας
Ένα στοιχείο της γυναικείας σεξουαλικής λειτουργίας που ακόμα και στις μέρες μας προβληματίζει την ιατρική κοινότητα είναι η ποικιλομορφία που παρατηρείται ως προς την ηλικία έναρξης της εμμηνόπαυσης. Πρόκειται για μία κατάσταση που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από γενετικούς παράγοντες, ωστόσο πλέον εκτιμάται ότι η διακύμανση που παρατηρείται στην ηλικία εισόδου της γυναίκας στην εμμηνόπαυση είναι, σχεδόν κατά το ήμισυ, και αποτέλεσμα τρόπου ζωής.
Μια παράμετρος που μελετάται τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική βιβλιογραφία αφορά τη συσχέτιση ανάμεσα στην οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας και στην εμμηνόπαυση με τις έγγαμες ή εκείνες που έχουν σταθερή σχέση συμβίωσης, να «μπαίνουν» στην εμμηνόπαυση αργότερα από ό,τι εκείνες που είναι μόνες. Μια υπάρχουσα υπόθεση εντοπίζει τα αίτια της συσχέτισης αυτής στην συμβίωση ανδρών και γυναικών. Η σκέψη αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι η αυξημένη έκθεση σε αρσενικές φερομόνες (ως αποτέλεσμα της συγκατοίκησης) ενδέχεται να αυξήσει την πιθανότητα εμφάνισης ενός κανονικού εμμηνορροϊκού κύκλου, καθυστερώντας έτσι την εμμηνόπαυση.
Μια νέα πρόταση φέρνει στο επίκεντρο τη σεξουαλική επαφή ως βασικό παράγοντα για την καθυστέρηση της εμμηνόπαυσης, δεδομένου ότι τα ζευγάρια που είναι έγγαμα ή συμβιώνουν έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν σεξουαλική ζωή. Την άποψη αυτή μελέτησε νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2020 στο επιστημονικό περιοδικό Royal Society Open Science. Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα σχεδόν 3.000 γυναικών με μέση ηλικία τα 45 έτη.
Οι γυναίκες κλήθηκαν να απαντήσουν, αναφορικά με τους τελευταίους 6 μήνες, σε ερωτήσεις που αφορούσαν:
- τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών
- τα προκαταρκτικά παιχνίδια
- τον αυνανισμό.
Η σεξουαλική επαφή σε εβδομαδιαία βάση ήταν η πιο συνηθισμένη απάντηση, με το 64% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα να ανήκει στην κατηγορία αυτή.
Η ανάλυση των αποτελεσμάτων φανέρωσε πως οι γυναίκες που έκαναν σεξ σε εβδομαδιαία ή μηνιαία βάση είχαν περισσότερες πιθανότητες να καθυστερήσουν να «μπουν» στην εμμηνόπαυση, συγκριτικά με τις συνομήλικες που έκαναν πιο αραιά σεξ. Πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες με συχνότερες σεξουαλικές επαφές είχαν 28% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα.
Οι υπεύθυνοι της μελέτης αναφέρουν ότι τα ευρήματα αυτά ενδέχεται να οφείλονται σε εξελικτικούς-βιολογικούς παράγοντες, εντοπίζοντας μια συσχέτιση ανάμεσα στην πιθανότητα να μείνει έγκυος η γυναίκα και στην εμμηνόπαυση. Συγκεκριμένα υποθέτουν ότι μια σεξουαλικά ανενεργή γυναίκα έχει μηδενικές πιθανότητες να μείνει έγκυος, επομένως η συνέχιση της ωορρηξίας θεωρείται από τη φύση περιττή, άρα διακόπτεται.
Megan Arnot, Ruth Mace. Sexual frequency is associated with age of natural menopause: results from the Study of Women’s Health Across the Nation. Royal Society Open Science, 2020; 7 (1)
Learn More
Παιδοφιλία και Παιδεραστία – Δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ψυχίατροι, ψυχολόγοι και πολλές ακόμα ειδικότητες επιστημόνων έχουν μελετήσει την παιδοφιλία, μια διαταραχή που ορίζεται, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V), ως η επαναλαμβανόμενη και έντονη σεξουαλική φαντασίωση, παρόρμηση ή συμπεριφορά που αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ηλικίας έως 13 ετών για τουλάχιστον έξι μήνες. Ταυτόχρονα έχουν διενεργηθεί συνεντεύξεις και εξετάσεις σε καταδικασθέντες παιδόφιλους σε μια προσπάθεια να μελετηθούν σε βάθος ψυχολογικά, αλλά και νευροβιολογικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως «κρύβονται» πίσω από τη διαταραχή.
Ο επιπολασμός της παιδοφιλικής διαταραχής υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση περίπου στο 1% έως 5%, όταν διερευνώνται και οι φαντασιώσεις πέρα από τη συμπεριφορά. Κυρίως φαίνεται ότι αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά αφορά σε μικρότερο βαθμό και τις γυναίκες με την εκτίμηση να θέτει το ποσοστό παιδοφιλικής έλξης στο 1% των γυναικών.
Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση γύρω από τους όρους «παιδόφιλος» και «παιδεραστής», οι οποίοι πολύ συχνά παρερμηνεύονται και συγχέονται. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι δύο όροι αφορούν δύο ξεχωριστές κατηγορίες ατόμων. Ο παιδόφιλος χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά, χωρίς όμως να υπάρχει σωματική επαφή, επομένως η διάγνωση της παιδοφιλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε άτομα που έχουν επιθυμία αλλά δεν τη διαπράττουν. Ο παιδεραστής ελκύεται επίσης από παιδιά, αλλά διαφέρει συμπεριφορικά, γνωστικά και συναισθηματικά από τον παιδόφιλο. Δεν αφήνει τις ορμές του για παιδιά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά προβαίνει και στην πραγματοποίηση τους, εγκληματεί και παρενοχλεί σεξουαλικά το θύμα του. O παιδεραστής είναι το άτομο, το οποίο έχει κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον ένα παιδί.
Η παιδοφιλική διαταραχή υπήρχε ανέκαθεν ως φαινόμενο στη χώρα μας και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα συχνή. Αυτό που έχει αρχίσει να αλλάζει, προς τη θετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, είναι η ορατότητα του προβλήματος, με τα παιδιά και τους συγγενείς που γνωρίζουν τα περιστατικά να αποφασίζουν να «μιλήσουν» ευκολότερα απ΄ ότι παλιότερα. Ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή η αιτιοπαθολογία πίσω από τη διαταραχή αυτή, με το ερώτημα «τι οδηγεί έναν άνθρωπο να επιθυμεί ή να παρενοχλεί σεξουαλικά ένα παιδί», να εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο.
Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια έχει επιτύχει να προσφέρει ορισμένες απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν επιλέγει αυτό που του προκαλεί διέγερση, αλλά το ανακαλύπτει στην πορεία, επομένως κανείς δεν μεγαλώνει θέλοντας να είναι παιδόφιλος. Ένα χαρακτηριστικό που έχουν κοινό οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι ότι ανακαλύπτουν, συνήθως ως έφηβοι, ότι τα ερεθίσματα που τους φέρνουν σεξουαλική διέγερση δεν αναπτύσσονται όπως εκείνα των συνομηλίκων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς μένουν προσκολλημένοι στα αγόρια ή στα κορίτσια με τα οποία αισθάνθηκαν διέγερση στην αρχή της εφηβείας και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για πολύ μικρότερα παιδιά από την ηλικία τους.
Παρόλο που καμία μελέτη δεν έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα φαίνεται πως έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα πορτρέτο που βοηθάει στην αποσαφήνιση του ψυχολογικού και βιολογικού δυναμικού πίσω από τη διαταραχή. Τα σύγχρονα ευρήματα μοιάζουν να ανατρέπουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις που επικρατούσαν έως τώρα για την αιτιολογία της παιδοφιλίας.
Καθώς η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να καταλάβει πώς αναπτύσσεται η διαταραχή, αυξάνονται τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι η προέλευσή της είναι, κυρίως, βιολογική. Αυτή η άποψη βασίζεται σε μελέτες που αναδεικνύουν βιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους παιδόφιλους. Οι βιολογικές ενδείξεις που συνδέονται με την παιδοφιλία δείχνουν ότι οι ρίζες της είναι προγεννητικές αλλά όχι γενετικές. Ωστόσο υπάρχει η πεποίθηση ότι μελλοντικά θα μπορέσουν να ανιχνευθούν σε συγκεκριμένες περιόδους ανάπτυξης του εμβρύου στην μήτρα. Τα βιολογικά μοντέλα διερευνούν επίσης την πιθανή συσχέτιση μεταξύ ορμονών και συμπεριφοράς, και συγκεκριμένα τον ρόλο της επιθετικότητας και των σεξουαλικών ορμονών του άνδρα, κυρίως της τεστοστερόνης. Παράλληλα, οι παιδόφιλοι φαίνεται πως είναι συνήθως κοντύτεροι από το μέσο όρο, ενώ είναι πιο πιθανό να είναι αριστερόχειρες, καθώς επίσης να έχουν και χαμηλότερο δείκτη ευφυίας από τον γενικό πληθυσμό. Παράλληλα, οι απεικονιστικές εξετάσεις στον εγκέφαλο καταδικασθέντων παιδόφιλων έχουν φανερώσει την ύπαρξη λιγότερης λευκής ουσίας, η οποία αποτελεί το «συνδετικό κύκλωμα» του εγκεφάλου.
Η επίδραση ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, στην εμφάνιση της παιδοφιλίας παραμένει ένα πεδίο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθώς ακόμα δεν είναι σαφής η συσχέτισή τους. Ωστόσο η ευρέως διαδεδομένη, κατά το παρελθόν, άποψη ότι οι παιδόφιλοι ήταν οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδική ηλικία μοιάζει να έχει πλέον λιγότερη υποστήριξη. Αντιθέτως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν μελλοντικά κατάθλιψη, χρήση ουσιών ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, από ό,τι να γίνουν οι ίδιοι θύτες. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία των καταδικασθέντων παιδόφιλων αρνείται την ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία.
Επειδή σε όλα τα θέματα η ενημέρωση και η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από την αντιμετώπιση, έτσι και εδώ, είναι απαραίτητο οι γονείς να μην περιμένουν να παρατηρήσουν κάτι ανησυχητικό στη συμπεριφορά του παιδιού τους, αλλά να ενημερώνουν το παιδί από πριν, με απλό και κατανοητό τρόπο, για όλους τους πιθανούς κινδύνους. Να του μάθουν από μικρή ηλικία ότι το σώμα του είναι δικό του και του ανήκει, πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να το αγγίξει και πως αν αντιληφθεί κίνδυνο, θα πει όχι και θα τρέξει μακριά, να το αναφέρει στη δασκάλα, αν βρίσκεται στο σχολείο, στο γονιό ή σε κάποιον που εμπιστεύεται…

Διαζύγιο… Και τώρα τι κάνουμε;
Οι αλλαγές που φέρνει ένα διαζύγιο είναι μεγάλες και σε κάθε περίπτωση ένας αποχωρισμός φέρνει θλίψη, αβεβαιότητα, αγωνία και φόβο. Η διακοπή του κοινού βίου από τον σύντροφο με τον οποίο έχει κάποιος φτιάξει τη ζωή του, έχει γίνει γονιός και έχει επενδύσει συναισθηματικά είναι δύσκολη και επίπονη. Συνήθως το άτομο, βιώνει έντονο το συναίσθημα της απώλειας, της αποτυχίας και της μοναξιάς. Τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα μετά το διαζύγιο μπορεί να αισθάνονται ανασφάλεια, να νιώθουν προδομένοι, αλλά και ματαιωμένοι. Τα προβλήματα σε σχέση με τα παιδιά δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα. Όσο υπάρχει απομάκρυνση του ενός γονιού από τα παιδιά, είναι επόμενο αυτός να βιώνει ακόμη πιο έντονη την απώλεια, αλλά και το θυμό για τον πρώην σύντροφο του.
Μετά το διαζύγιο ο άντρας και η γυναίκα νιώθουν ότι έχουν αποτύχει ως προς τις προσωπικές τους προσδοκίες σε σχέση με την οικογένεια που ήθελαν να δημιουργήσουν αλλά και στον κοινωνικό περίγυρο. Η αλλαγή συντρόφου, τόσο σε συναισθηματικό όσο και σε σεξουαλικό επίπεδο μπορεί να είναι δύσκολη, ειδικά όταν ο ένας από τους δύο δεν επιθυμούσε τον χωρισμό. H απόρριψη που έχει εισπράξει ο τελευταίος μπορεί να βιώνεται ως τραύμα, με αποτέλεσμα την δειλία και τον φόβο δέσμευσης σε μια επόμενη σχέση, αλλά και διαδικασίες σύγκρισης με τον πρώην σύντροφο, ανάμεσα σε αυτό που είχε και σε αυτό που «έρχεται». Μάλιστα στην περίοδο μετά το διαζύγιο παρουσιάζονται συχνά σεξουαλικά προβλήματα, όπως δυσκολίες στη στύση στον άνδρα ή διαταραχή οργασμού στη γυναίκα. Το σεξ και το σώμα μας «ακολουθεί» την ψυχική μας διάθεση. Όταν ψυχολογικά είμαστε επιβαρυμένοι αυτό μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στη σεξουαλική ζωή.
Ο χωρισμός ενίοτε είναι «αναγκαίο κακό», καθώς είναι ένδειξη ωριμότητας και θάρρους των συντρόφων, που επιλέγουν να απομακρυνθούν από κάτι που έχει τελειώσει και είναι δυσλειτουργικό και να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό και τις επιθυμίες τους. Μια περίοδος μοναξιάς και απογαλάκτισης χρειάζεται για κάποιο διάστημα, ώστε να μπορέσει το άτομο να συλλογιστεί τις δικές του ευθύνες, τα λάθη του, να επεξεργαστεί το θυμό και την πικρία του, να δει τι δεν πήγε καλά, αν τελικά ήταν η καλύτερη απόφαση που μπορούσε να πάρει. Στη φάση αυτή του επαναπροσδιορισμού είναι καλό να βρει νέα ενδιαφέροντα, να γνωρίσει σταδιακά νέους ανθρώπους, ώστε οι καινούριες εμπειρίες να απαλύνουν και να καλύψουν σιγά σιγά τις παλιές αναμνήσεις. Το διαζύγιο σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει το τέλος της σεξουαλικής ζωής, ενώ το άτομο δεν θα πρέπει να μένει στο πένθος. Για αυτό προτεραιότητα μετά από αυτό είναι να βρει σταδιακά την εσωτερική του ισορροπία, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει και να εκφραστεί και συναισθηματικά και σεξουαλικά με έναν άλλο άνθρωπο.
Learn More
Σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση στα ζευγάρια: είναι κάτι που «ή το ΄χεις ή δεν το ‘χεις» ή κάτι που μπορείς και «να το βρεις»;
Η σεξουαλική επιθυμία τείνει να είναι αυξημένη στα πρώτα στάδια μιας σχέσης, όταν ακόμα οι σύντροφοι βρίσκονται στην αρχή της γνωριμίας τους και μοιράζονται νέες εμπειρίες. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που να επιφέρει έκπτωση στη σεξουαλική και σχεσιακή ικανοποίηση και αύξηση στις συγκρούσεις.
Ένας από τους παράγοντες που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί ένα ζευγάρι τις διακυμάνσεις στη σεξουαλική του ζωή ή ακόμα και μια ενδεχόμενη σεξουαλική δυσλειτουργία είναι και οι πεποιθήσεις του για την διατήρηση της σεξουαλικής ικανοποίησης σε μια σχέση (beliefs about the maintenance of sexual satisfaction in relationships).
Σε ζευγάρια όπου οι σύντροφοι θεωρούν ότι η σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση είναι αποτέλεσμα της φυσικής σεξουαλικής συμβατότητας μεταξύ τους, ένα χαρακτηριστικό δηλαδή που είτε το έχεις είτε όχι και δεν μπορείς να το ελέγξεις (Sexual destiny beliefs), μπορεί να υπάρχει έντονο ένα αίσθημα αβοηθησίας ή μια αποφευκτική στάση ως προς το σεξ, ειδικά όταν το ζευγάρι έρθει αντιμέτωπο με κάποια σεξουαλική δυσλειτουργία. Οι σύντροφοι αναφέρουν μειωμένη σχεσιακή ικανοποίηση και σεξουαλική επιθυμία, περισσότερες σχεσιακές συγκρούσεις, μεγαλύτερη καταθλιπτική και αγχώδη συμπτωματολογία.
Στον αντίποδα, η πεποίθηση ότι η σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση ενδέχεται να παρουσιάζουν διακυμάνσεις και δυσκολίες, τις οποίες αν το ζευγάρι «δουλέψει» συμμαχικά καταφέρνει να ξεπεράσει (Sexual growth beliefs), μπορεί να καλλιεργήσει την υπομονή και κατανόηση ανάμεσα στους συντρόφους και να τους βοηθήσει να εστιάσουν στους τρόπους αντιμετώπισης μια πιθανής σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Όταν οι σύντροφοι έχουν την πεποίθηση ότι οφείλουν συνεχώς να προσπαθούν για να διατηρήσουν την σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση στη σχέση, αυτό μπορεί να τους βοηθήσει να διαχειριστούν πιο λειτουργικά την μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, καθώς δεν βιώνουν πίεση και επικριτικότητα, ενώ δημιουργείται ο χώρος για να προσαρμόσουν τη σεξουαλική τους συμπεριφορά και να διεκδικήσουν ο ένας τον άλλον.
Διδυμοπούλου Αγγελική
Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Raposo, S., Rosen, N. O., Corsini-Munt, S., Maxwell, J. A., & Muise, A. (2021). Navigating Women’s Low Desire: Sexual Growth and Destiny Beliefs and Couples’ Well-Being. The Journal of Sex Research, 1–12.
Learn More
Χρήση διαδικτύου και σεξουαλικότητα, σε άνδρες και γυναίκες άνω των 50 ετών.
Το Διαδίκτυο αντιπροσωπεύει ένα ισχυρό μέσο που παρέχει ανώνυμη και εύκολη πρόσβαση σε διάφορα σεξουαλικά περιεχόμενα. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου που δαπανάται στο διαδίκτυο σχετίζεται θέματα που αφορούν την σεξουαλικότητα.Παράλληλα μεγάλο μέρος των χρηστών χρησιμοποιεί το διαδίκτυο ως μέσο σεξουαλικής έκφρασης αλλά και διεξόδου- αγχόλυσης, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που λαμβάνει χαρακτήρα καταναγκαστικό.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία, η σεξουαλική ζωή ατόμων μεγάλης ηλικίας παρουσιάζει διάφορες μεταβολές. Μια από τις συχνότερες μεταβολές είναι η μείωση των σεξουαλικών επαφών, ενώ η χρήση του πορνογραφικού υλικού στις ηλικίες άνω των 50 ετών έχει βρεθεί να σχετίζεται με μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση από τη σχέση.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2020 στο επιστημονικό περιοδικό Sexuality Research and Social Policy, μελέτησε τους λόγους και τα ατομικά χαρακτηριστικά των ανδρών και γυναικών ηλικίας άνω των 50 ετών που χρησιμοποιούσαν το διαδίκτυο για τη σεξουαλική τους ικανοποίηση. Το τελικό δείγμα αποτελούνταν από 799 συμμετέχοντες, από τους οποίους οι 436 (54.5%) ήταν άνδρες. Η ηλικία του δείγματος ήταν 55-96 ετών, με μέσο όρο τα 60 έτη. Μεταξύ των άλλων αξιολογήθηκε η συχνότητα του αυνανισμού, η συχνότητα του διαδικτύου για τη σεξουαλική ικανοποίηση, η συχνότητα της σεξουαλικής επαφής, η ικανοποίηση από τη σεξουαλική επαφή, η ποιότητα ζωής τους και η ποιότητα της συναισθηματικής σχέσης εφόσον υπήρχε.Το 93% του δείγματος των ανδρών είχε σχέση ή ήταν παντρεμένο, το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες ήταν 88%.
Περίπου το 50% των συμμετεχόντων (Ν=404), είχαν σεξουαλική επαφή με το σύντροφό του τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα, ενώ 1-3 φορές το μήνα σεξουαλική επαφή είχε περίπου το 25% (Ν=202). Εκείνοι που είχαν σταματήσει τελείως τις σεξουαλικές επαφές με το σύντροφο αποτελούσαν το 10% του δείγματος (Ν=100).
Τρεις ήταν οι κυριότεροι σεξουαλικοί λόγοι για τους οποίους οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν το διαδίκτυο: Χρήση πορνογραφικού υλικού (81% των ανδρών-31% των γυναικών ), ενημέρωση γύρω από το σεξ (49% των ανδρών-36% των γυναικών),επίσκεψη διαδικτυακών sexshop (35% των ανδρών-22% των γυναικών).
Αποτελέσματα:
- Μεγαλύτερη συχνότητα αυνανισμού σε άνδρες και σε γυναίκες συσχετίστηκε με μεγαλύτερη πιθανότητα χρήση πορνογραφικού υλικού. Συγκεκριμένα για τους άνδρες οι πιθανότητες ήταν 18 φορές περισσότερες, ενώ για τις γυναίκες 17 φορές.
- Η πιθανότητα χρήσης πορνογραφικού υλικού ήταν 4 φορές μεγαλύτερη σε άνδρες ανώτατης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
- Οι γυναίκες που ήταν δυσαρεστημένες με την συχνότητα των σεξουαλικών τους επαφών, ήταν πιο πιθανό να αναζητήσουν στο διαδίκτυο πληροφορίες γύρω από το σεξ, σε σχέση με τις γυναίκες που δήλωναν ικανοποιημένες.
- Τα άτομα που αυνανίζονταν με μεγάλη συχνότητα (περισσότερο από 1φ την εβδομάδα), ήταν πιο πιθανόν να επισκεφτούν on line sex shop.
- Οι συμμετέχοντες που είχαν ικανοποιητική συχνότητα και ποιότητα σεξουαλικών επαφών με το/τη σύντροφο, είχαν μικρότερες πιθανότητες να αυνανιστούν και να κάνουν χρήση πορνογραφικού υλικού.
- Σεξουαλικά προβλήματα στον άνδρα όπως στυτική δυσλειτουργία ή μειωμένη σεξουαλική επιθυμία συνδέθηκε με μεγαλύτερη πιθανότητας χρήσης πορνογραφικού υλικού.
- Οι άνδρες αυνανίζονταν συχνότερα σε σχέση με τις γυναίκες. Ο αυνανισμός 1φ την εβδομάδα για τους άνδρες που αυνανίζονταν ήταν 43% σε σχέση με το 16% των γυναικών.
Συνοψίζοντας, τα ευρήματα δείχνουν ότι τα άτομα άνω των 50 ετών χρησιμοποιούν το διαδίκτυο ως μια πηγή για σεξουαλικά ερεθίσματα και για την ενίσχυση της σεξουαλικής επαφής με το/τη σύντροφο, ενώ τα διαδικτυακά sex shop μπορεί να ενισχύσουν τη συχνότητα των σεξουαλικών τους επαφών. Παρόλα αυτά τονίζεται η συσχέτιση κατάχρηση πορνογραφικού υλικού, με την παραμέληση της σχέσης τόσο σε επίπεδο σεξουαλικό όσο και συναισθηματικό-επικοινωνιακό.
Παπαδόπουλος Περικλής
Κλινικός Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπευτής,
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: Ševčíková, A., Vašek, D., Blinka, L. etal. Markers of Sexual Life and Health in Association with Internet Use for Sexual Purposes in Czechs Aged 50 and Older. Sex Res Soc Policy (2020).
Learn More
Σακχαρώδης διαβήτης και σεξουαλικές δυσλειτουργίες
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα μεταβολικό νόσημα το οποίο σχετίζεται με την αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, κυρίως λόγω ελλιπούς παραγωγής ινσουλίνης (ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας) και επηρεάζει τα αγγεία του ανθρωπίνου σώματος. Αποτελεί μια από τις παθήσεις του μεταβολικού συνδρόμου, μαζί με την παχυσαρκία, την αρτηριακή υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία.
Περίπου 425 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2045 ο αριθμός αυτός θα ανέλθει στα 629 εκ. Ο Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί το 90-95% των περιπτώσεων διαβήτη, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και σε παιδιά, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της παιδικής παχυσαρκίας.
Συσχέτιση σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικών δυσλειτουργιών στον άνδρα: Σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία περίπου το 70% των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη θα εκδηλώσει στυτική δυσλειτουργία (η κύρια συσχέτιση με τις ανδρικές σεξουαλικές δυσλειτουργίες). Η παθοφυσιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας στο σακχαρώδη διαβήτη συσχετίζεται με μηχανισμούς όπως:
η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, το οξειδωτικό στρες, η αυτόνομη νευροπάθεια, και τελικά προϊόντα της προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (Αdvanced Glycation Εnd Ρroducts ή AGEs). Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας σε διαβητικούς είναι η υπέρταση, τα καρδιακά προβλήματα, το κάπνισμα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η χαμηλή τεστοστερόνη, ο «φτωχός» γλυκαιμικός έλεγχος, η κατάθλιψη, ο χρόνος που έχει την πάθηση το άτομο, η ηλικία, το BMI. Ενώ σύμφωνα με νέα μελέτη έδειξε ότι οι διαβητικοί ασθενείς με αυξημένα επίπεδα οιστραδιόλης έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας, μειωμένης αρτηριακής ροής και χαμηλής τεστοστερόνης(Ponce, M. D. R., Garolla, A., Caretta, N., DeToni, L., Avogaro, A., & Foresta, C. (2020). Estradiol correlates with erectile dysfunction and its severity in type 2 diabetic patients. Journal of Diabetes and its Complications, 107728).
Συσχέτιση σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικών δυσλειτουργιών στην γυναίκα: Στη σύγχρονη βιβλιογραφία γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αναφέρουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, μειωμένη κολπική εφύγρανση ενώ αποτυπώνεται και ισχυρή συσχέτιση με δυσπαρευνία (πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής). Επιπρόσθετα, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικές δυσλειτουργίες έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καταθλιπτική συμπτωματολογία. Σε πρόσφατη μελέτη με 114 γυναίκες (μ.ο ηλικία 51 έτη) που έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, έδειξε πως οι διαβητικές γυναίκες με σεξουαλικά προβλήματα είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπέρταση ή και στεφανιαία νόσο, σε σύγκριση με διαβητικές γυναίκες χωρίς σεξουαλικά προβλήματα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση του διαβήτη είναι η ρύθμιση των τιμών του σακχάρου του αίματος. Ως εκ τούτου οι σωστές διατροφικές επιλογές και η άσκηση οποιασδήποτε μορφής, αποτελούν πυλώνες για την πρόληψη και αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη, υπενθυμίζοντάς μας πως η καλύτερη θεραπεία είναι όταν προσπαθούμε να παραμείνουμε υγιείς φροντίζοντας την σωματική και ψυχική υγεία.
Παπαδόπουλος Περικλής
Κλινικός Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Learn More
Ο άνδρας μπροστά στον οργασμό της συντρόφου του…
Ο οργασμός αποτελεί την αποκορύφωση της ηδονής στη γυναίκα και ζητούμενο τόσο της ίδιας όσο και του συντρόφου της. Είναι το κριτήριο με βάση το οποίο ο άνδρας αξιολογεί το πόσο καλός εραστής, και κατ’ επέκταση σύντροφος, είναι, ενισχύοντας τοιουτοτρόπως το «εγώ» του. Η εστίαση στην επίτευξη του οργασμού της γυναίκας μπορεί να δημιουργήσει άγχος και στους δύο συντρόφους. Ο άνδρας, θέλοντας να νιώσει ικανός και επαρκής στο σεξουαλικό του ρόλο, προσπαθεί να φτάσει την σύντροφο του σε οργασμό. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι όσο περισσότερο ενδιαφέρεται και επιθυμεί σεξουαλικά τη γυναίκα που έχει δίπλα του τόσο πιθανότερο είναι μετά το τέλος της πράξης να την ρωτήσει για το αν κατάφερε να κορυφώσει. Στο άκουσμα μιας αρνητικής απάντησης, μπαίνει στη διαδικασία να συγκριθεί με τους πρώην συντρόφους της που πιστεύει ότι μπορούσαν να την κάνουν να ολοκληρώσει. Ο άνδρας επομένως, εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο όπου σε κάθε σεξουαλική επαφή προσπαθεί να αποδείξει στον εαυτό του και στην σύντροφο πόσο ικανός είναι.
Ο οργασμός της γυναίκας ενισχύει την απόλαυση της σεξουαλικής πράξης όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τον σύντροφο της, επιφέροντας θετικές συνέπειες στη σχέση τους. Σύμφωνα με έρευνες τα ζευγάρια που αξιολογούν περισσότερο θετικά την σεξουαλική τους ζωή, έχουν αμφότεροι οργασμό και αυτό τους ωθεί στην πιο έντονη και συχνή σεξουαλική δραστηριότητα, κάτι που τους προσφέρει και υψηλότερο επίπεδο ποιότητας ζωής.
Ωστόσο, η δυσκολία που μπορεί να αντιμετωπίζει μια γυναίκα ώστε να φτάσει σε οργασμό, ενδέχεται να κάνει τον άνδρα να αναρωτιέται τι δεν έκανε σωστά. Μπορεί να νιώθει ενοχές και να πιστεύει ότι έχει αποτύχει, αμφισβητώντας τις ικανότητες του και την επικοινωνία που έχει με τη σύντροφο του. Όταν η γυναίκα δυσκολεύεται ή δεν φτάνει ποτέ σε οργασμό, εκείνος μπορεί να κρύβεται χωρίς να επικοινωνεί την απογοήτευση του μετά από κάθε τους επαφή. Πιέζοντας τον εαυτό του, είναι πιθανό να εμφανιστούν προβλήματα με την στύση ή δυσκολία στην εκσπερμάτιση του. Ο άνδρας έχει την τάση να εστιάζει και να αξιολογεί ως πολύ σημαντική την επίτευξη του κολπικού οργασμού στη γυναίκα, γι’ αυτό και όταν δεν τα καταφέρνει, εκείνος αισθάνεται πως δεν την ελκύει, μειονεκτεί, και είναι ανεπαρκής ως άνδρας.
Αντίστοιχα, η γυναίκα που δυσκολεύεται να κορυφώσει μπορεί να οδηγηθεί στην προσποίηση οργασμού, γεγονός που αν το αντιληφθεί ο σύντροφος της αποτελεί πλήγμα για το «εγώ» του. Σαν αποτέλεσμα, ο άνδρας αισθάνεται ανεπαρκής και γίνεται φοβικός, απομονώνεται σεξουαλικά από τη σύντροφο του, ενώ δεν αποκλείεται να αναζητήσει την επιβεβαίωση των σεξουαλικών ικανοτήτων του σε κάποια εξωδυαδική σεξουαλική συνεύρεση.
Ωστόσο, η αλληλοχρέωση και ο εγωισμός μόνο διαιωνίζουν το πρόβλημα. Αντιθέτως, η επικοινωνία ανάμεσα στους συντρόφους είναι το πρώτο βήμα για να αναζητήσουν από κοινού την λύση στο πρόβλημα τους, ενίοτε και με τη βοήθεια ενός ειδικού.
Learn More
Προβληματική χρήση social media και σεξουαλική δυσλειτουργία
Τα τελευταία χρόνια το διαδίκτυο έχει κυριαρχήσει στη ζωή μας, καθώς χρησιμοποιούμε τα social media κατά κόρον για να επικοινωνούμε αλλά και για να ενημερωνόμαστε. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα η χρήση του Facebook το 2021 αυξήθηκε κατά 24% στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ενώ αντίστοιχα η χρήση του Instagram κατά 27%. Έχει δημιουργηθεί λοιπόν το ερώτημα αν η συνεχής χρήση των social media μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία. Έχει φανεί πως η εκτεταμένη παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού, σχετίζεται έμμεσα με τη σεξουαλική δυσλειτουργία αλλά τι συμβαίνει με τα social media και το διαδίκτυο εν γένει, μπορεί η αλόγιστη χρήση τους να επηρεάζει αρνητικά τη σεξουαλική έκφραση;
Η προβληματική χρήση των social media αναφέρεται σε μια εξαρτητική μορφή χρήσης τους που χαρακτηρίζεται από έναν καταναγκασμό για επικοινωνία μέσω αυτών ή απλά παρακολούθηση των εξελίξεων στα μέσα ψηφιακής δικτύωσης. Αυτού του είδους η χρήση μπορεί να παρεμβαίνει στην λειτουργικότητα μας. Επίσης, η προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επηρεάζει τη διάθεση, με την εκδήλωση συμπτωμάτων κατάθλιψης και άγχους, ενώ μπορεί να αυξάνει και τα συναισθήματα μοναξιάς που νιώθει το άτομο. Με τη σειρά της η πεσμένη διάθεση μπορεί να επηρεάζει αρνητικά και τη σεξουαλική λειτουργία.
Συμπληρωματικά, έχει προταθεί πως η προβληματική χρήση των social media σχετίζεται με μειωμένη υποστήριξη που λαμβάνουν τα άτομα από τους συντρόφους τους, η μειωμένη εγγύτητα στην σχέση αλλά και ο βαθμός που οι σύντροφοι επικοινωνούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους με τη σειρά τους μπορεί να επηρεάζουν και τη σεξουαλική λειτουργία.
Μάλιστα σε μία έρευνα με 1.181 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Sexual Medicine βρέθηκε πως η προβληματική χρήση των social media σχετίστηκε με σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Η εξαρτητική χρήση των μέσω κοινωνικής δικτύωσης φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με τη στυτική δυσλειτουργία στους άνδρες και με τη μειωμένη διέγερση στις γυναίκες.
Πηγή: Fuzeiro, V., Martins, C., Gonçalves, C., Santos, A. R., & Costa, R. M. (2022). Sexual function and problematic use of smartphones and social networking sites. The Journal of Sexual Medicine.
Learn More
Burn-out, εργασιακό στρες και σεξουαλική λειτουργία
Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» (job burnout) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1974. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο οργανισμό υγείας, πρόκειται για ένα σύνδρομο που περιγράφει τη ψυχική εξουθένωση σε σχέση με την εργασία και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις. Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn-out) χαρακτηρίζεται από τρεις διαστάσεις:
- Αισθήματα κόπωσης
- Αρνητικότητα και κυνισμός σε σχέση με την εργασία
- Μειωμένη εργασιακή επίδοση (π.χ. μειωμένο κίνητρο και συγκέντρωση)
Παράλληλα μπορεί να συνοδεύεται από ψυχολογικά συμπτώματα όπως πεσμένη διάθεση και άγχος.
Επίσης, το εργασιακό στρες, είναι ένας άλλος όρος που σχετίζεται με το σύνδρομο εξουθένωσης και περιλαμβάνει το χρόνιο άγχος που προκύπτει από την εργασία και σχετίζεται κυρίως με εξωτερικούς παράγοντες όπως πίεση και επαγγελματικές υποχρεώσεις και όχι με εσωτερικούς όπως οι ικανότητες μας και οι προσδοκίες που κρατάμε για τον εαυτό και την επίδοση μας.
Ψυχολογικά προβλήματα και συμπτώματα όπως χρόνιο άγχος και κατάθλιψη σχετίζονται και με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Συγκεκριμένα σε μία έρευνα στον ελλαδικό χώρο με 251 συμμετέχοντες που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Your Sexual Medicine Journal αναφέρει πως το σύνδρομο εξουθένωσης και το εργασιακό στρες επηρέασαν αρνητικά τη σεξουαλική ζωή των συμμετεχόντων. Το 40% ανέφερε πως είχε βιώσει σύνδρομο εξουθένωσης. Συγκεκριμένα, στους άνδρες η εξουθένωση και το στρες συνδέθηκαν με στυτική δυσλειτουργία, δηλαδή αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης της στύσης και με μειωμένη σεξουαλική ικανοποίηση. Επίσης, σε αυτό το εύρημα φαίνεται να συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες όπως η υπέρταση και η κατανάλωση αλκοόλ. Μάλιστα, η αυξημένη εβδομαδιαία κατανάλωση αλκοόλ συνδέθηκε με αυξημένη στυτική δυσλειτουργία, λιγότερους οργασμούς και λιγότερη ικανοποίηση.
Όσον αφορά τις γυναίκες, βρέθηκε πως η το εργασιακό στρες και η εξουθένωση συνδέθηκαν με μειωμένη κολπική εφύγρανση και με λιγότερους οργασμούς. Ενώ, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες η σεξουαλική επιθυμία τους δεν επηρεάστηκε από το στρες και την κόπωση.
Έχει προταθεί πως το χρόνιο άγχος που μπορεί να συνοδεύει το σύνδρομο εξουθένωσης μπορεί να επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία μέσω της κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες. Συγκεκριμένα, καθημερινοί και παρατεταμένοι στρεσογόνοι παράγοντες αυξάνουν την παραγωγή της κορτιζόλης, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει τα επίπεδα των ορμονών του φύλου, όπως της τεστοστερόνης στους άνδρες. Τα μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης έχουν ως αποτέλεσμα μειωμένη libido και σεξουαλική δυσλειτουργία.
Πηγή: Papaefstathiou, E., Apostolopoulou, A., Papaefstathiou, E., Moysidis, K., Hatzimouratidis, K., & Sarafis, P. (2020). The impact of burnout and occupational stress on sexual function in both male and female individuals: a cross-sectional study. International journal of impotence research, 32(5), 510–519.
Learn More