Ένας παντρεμένος άνδρας στο μυαλό μιας ερωμένης (Α και Β Μέρος)

 

Μια θορυβώδης συνεδρία στον απόηχο μιας παράνομης ερωτικής σχέσης

Η 32χρονη γυναίκα ήταν φανερά αναστατωμένη όταν άρχισε να μου μιλάει για το πρόβλημά της, εστιάζοντας στην τριετή σχέση της με τον 48χρονο παντρεμένο άνδρα, που μόλις είχε τελειώσει. Εκνευρισμένη και θυμωμένη, περιέγραφε την κακή του στάση, τα ψέματά του, στολίζοντάς τον κανονικά για τη σκάρτη συμπεριφορά του και την κοροϊδία του απέναντί της. Το στυλό μου πήρε φωτιά παρακολουθώντας τον γρήγορο λόγο της και την πληθώρα των σκέψεών της που σαν το τρένο με τα πολλά βαγόνια αγκομαχά να περάσει το βουνό.
«Γνωριστήκαμε τυχαία σε βραδινή έξοδο. Εγώ με γυναικοπαρέα, εκείνος με τους φίλους του.


Η έλξη ανάμεσά μας ήταν πολύ δυνατή από την πρώτη κιόλας στιγμή. Με το που τον είδα, κάτι μέσα μου, μου είπε: ‘‘Αυτός ο άνθρωπος θα μπει στη ζωή σου και θα τα αλλάξει όλα!’’. Η αρχή έγινε από τον ίδιο. Εκείνο το μοιραίο βράδυ μας βρήκε αγκαλιά στο σπίτι μου, να κάνουμε έρωτα μέχρι το ξημέρωμα. Σχεδόν δεν είπαμε τίποτε για μας, αφού ο χρόνος μας αγκαλιάστηκε από το σεξουαλικό μας πάθος. Όταν έμεινα μόνη μου το επόμενο πρωί, ‘‘θυμήθηκα’’ πως ήταν παντρεμένος με μια πολύ καταπιεστική σύντροφο κάνοντας τον καφέ που έπινα εκείνη τη στιγμή στο κρεβάτι μου να μου κάτσει στον λαιμό μου αφού συνειδητοποίησα ότι ο παντρεμένος της νύχτας χρειάζεται ένα ωραίο παραμύθι για να ξαπλώσει στο κρεβάτι μιας άλλης ‘‘παράνομης’’ γυναίκας μέχρι το πρωί. Μάλιστα, μειδίασα, έτσι χαλαρή που ήμουνα, σκεπτόμενη και τη φράση του ότι η καταπιεστική γυναίκα του ετοιμάζεται να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι! Η ιστορία, γιατρέ μου, εξελίχθηκε τις επόμενες μέρες με βροχή μηνυμάτων που ο ένας έστελνε στον άλλον, γεμάτα συναισθηματικά και σεξουαλικά νοήματα, φτιάχνοντας ένα σενάριο πόθου, παραλογισμού αλλά και έντονου ενθουσιασμού».
Συνέχισε να μιλάει γρήγορα, ενώ εγώ προσπαθούσα να αποτυπώσω στο χαρτί μου όλα αυτά που περιέγραφε. Ηπιε μια γουλιά νερό (το στόμα της είχε στεγνώσει από το έντονο άγχος, ενώ τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά από την ένταση που ένιωθε εκείνη τη στιγμή) και προχώρησε:
«Το ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι η δημιουργία σχέσης με έναν παντρεμένο άνδρα θεωρούνταν κοινωνικά και ηθικά λάθος, αλλά τότε δεν με ένοιαζε και ένιωθα ότι ήθελα να το ζήσω μέχρι όπου πάει. Γνώριζα καλά τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού, καθώς και το κόστος που μάλλον θα εισέπραττα μέσα απ’ αυτή την τρέλα. Καταλάβαινα ότι κάποιοι μπορεί να με κακοχαρακτήριζαν ως ξελογιάστρα και πως αν το μάθαινε η γυναίκα του θα με κατηγορούσε ότι της διέλυσα το σπίτι.

Αν και πίστευα ότι το σπίτι του ήταν ήδη διαλυμένο, αφού μου είχε πει ότι ο χωρισμός είναι έξω από την πόρτα του. Ωστόσο, ούτε αυτό με ενδιέφερε. Ήμουν θολωμένη από τον έρωτα και το πάθος μου για εκείνον. Ερχόταν σπίτι μου σχεδόν κάθε βράδυ και κάναμε σεξ. Μαζί μου ανοιγόταν για όλα αυτά που τον απασχολούσαν, σαν μικρό παιδί. Ένιωθα ότι ήθελε να ξεφορτώσει αυτά που κουβαλούσε και εγώ ήμουν το μοιραίο πρόσωπο που τον άκουγε σιωπηλά, καρτερικά αλλά και παρηγορητικά. Πολλές φορές τού τηλεφωνούσε η γυναίκα του, στην οποία έκδηλα έδειχνε την ενόχλησή του, αλλά μου έκανε εντύπωση η στάση του και η υπομονή του πίσω από τα λόγια της, τα οποία διαχειριζόταν με αποφασιστικό τρόπο. Τουλάχιστον έτσι πίστευα…».

Προφανώς, δεν ήθελε να παραδεχτεί την αφέλεια ή το βόλεμα που της πρόσφερε η σχέση αυτή εξιδανικεύοντας το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας με τον Κακό Λύκο, που έκλαιγε προτού τη φάει. Δεν τόλμησα να της φανερώσω τη σκέψη μου, γιατί πίστευα ότι θα αντιδρούσε ακόμη πιο εκρηκτικά, βλέποντας την ένταση που είχε μέσα της. Συγκεκριμένα, σκέφτηκα να την αφήσω να βγάλει εντελώς όλο τον θυμό της και τη φορτισμένη της σκέψη και μετά να της έλεγα τη δική μου γνώμη ως ειδικός, που εξάλλου γι’ αυτό με είχε επισκεφτεί. Άλλωστε, όσο μίλαγε και εγώ έγραφα, ένιωθα ότι με παρατηρούσε και ότι ήθελε να διαβάσει τις σημειώσεις μου…
Μου έκαναν εντύπωση ο αυτοσαρκασμός της, η παράδοσή της σε αυτή τη σχέση, ο ρόλος της μαμάς που έπαιξε μαζί του, αλλά και το σεξουαλικό πάθος που αισθάνθηκε μέσα από αυτό τον παράνομο έρωτα, αποφασισμένη για όλα. Αραγε, διεκδικώντας την ανατροπή του γάμου του; Ηθελε να είναι η ερωμένη που περιμένει και δεν προσδοκά; Εδωσε αξία στον εαυτό της μέσα απ’ αυτή τη διψασμένη σχέση που κάθε παντρεμένος και πικραμένος ψάχνει να βρει; Τη γοήτευσε η τρέλα του γι’ αυτήν; Τον περίμενε στη γωνία μετά το πρώτο παθιασμένο βράδυ, όπου πολλά έκαναν και τίποτα δεν είπαν; Και φυσικά, σκέφτηκα, τι μπορεί να θέλει μετά το τέλος αυτής της θυελλώδους σχέσης επισκεπτόμενη εμένα;

Μου ζήτησε και δεύτερο ποτήρι νερό (ευτυχώς, γι’ αυτές τις καταστάσεις έχω πάντα μια κανάτα νερό και δύο ποτήρια δίπλα μου), γιατί ο λόγος της ατέλειωτος και εξαιρετικά χορταστικός για το στυλό μου και το χαρτί μου!

Σιγά-σιγά, οργάνωνα το σκεπτικό μου για τις απαντήσεις που προφανώς περίμενε ή που εγώ νόμιζα ότι θα ήθελε να πάρει. Βέβαια, δεν αγνοούσα την ανάγκη της να μιλήσει, να αδειάσει το περιεχόμενο των σκέψεών της, εκτονώνοντας όλα αυτά που την έπνιγαν και σε μεγάλο βαθμό την ενοχοποιούσαν βλέποντας το άδοξο τέλος αυτού του σεναρίου.

«Η σφαλιάρα, γιατρέ μου, ήρθε για τα καλά όταν μου ομολόγησε ότι δεν θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του και να εγκαταλείψει την οικογένειά του για τη σχέση μας»

Χαρακτηριστικό αυτής της συνάντησής μας είναι το ύφος που χρησιμοποιεί ως το τρίτο πρόσωπο ενός τριγώνου που φυσικά είναι η κορυφή του, με βάση τον γάμο του «άτακτου» αλλά και πολλά υποσχόμενου άνδρα που θα «έκλεινε την πόρτα» του γάμου πίσω του, αφήνοντας τη γυναίκα και τα δυο παιδιά τους…

Η μοιραία γυναίκα εξιστορεί περισσότερο τα της σχέσης της: «Δύο χρόνια, στη διάρκεια του δεσμού μας, συνειδητοποίησα ότι είχα μπει πλέον για τα καλά ως “τρίτο πρόσωπο” στην παράλληλη ζωή του γάμου του και αυτό άρχισε να μη μου αρκεί, καθώς ένιωθα ότι είχα την ανάγκη να επενδύσω συναισθηματικά σε εκείνον και να κάνω όνειρα για το μέλλον μας. Δεν αντιλαμβανόμουν τη δίνη που είχα μπει μέσα, καθώς λειτουργούσα παγιδευμένη σε μια διαδικασία σύγκρισης, διεκδίκησης και καβγάδων που γεννιόντουσαν μεταξύ μας, στην προσπάθειά μου να τον φέρω περισσότερο κοντά μου, αισθανόμενη ότι κι εκείνος ετοίμαζε τη βαλίτσα του για να έρθει να μείνει μαζί μου.

Καταλαβαίνοντας, όμως, ότι ο χρόνος κύλαγε χωρίς ουσιαστικά να οδηγεί πουθενά, εκτός από τις δικαιολογίες και τις υποσχέσεις “του σήμερα και αύριο…”, είχα αρχίσει ψυχολογικά να φθείρω τον εαυτό μου και να γεμίζω το μυαλό μου με θυμό, απελπισία και αίσθημα αδιεξόδου. Δεν τον είχα όταν τον ήθελα και ένιωθα ότι ήμουν “ένα ευχάριστο διάλειμμα” της διπλής ζωής του».

Την παρακολουθούσα που όσο μιλούσε τόσο φούντωνε και κοκκίνιζε, ζώντας την περιγραφή της, απλώνοντας τον θυμό της πάνω στο γραφείο μου.

«Η σφαλιάρα, γιατρέ μου, ήρθε για τα καλά όταν μου ομολόγησε ότι δεν θέλει να χωρίσει τη γυναίκα του και να εγκαταλείψει την οικογένειά του για τη σχέση μας».

Εκεί κατέρρευσε. Η τραγικότητα συνάντησε το έντονο κλάμα της και ο λόγος της ξεφούσκωσε και έγινε αθόρυβος, σχεδόν φτωχός. Τότε κατάλαβα ότι ήθελε να της μιλήσω και να της εξηγήσω τι ακριβώς συνέβη σ’ αυτή τη σχέση και ποιος ήταν ο δικός της ρόλος, χωρίς να σκεφτώ ότι είναι πολύ πιθανόν να ζητούσε παρηγορητική υποστήριξη, αισθανόμενη θύμα εκείνου που εκμεταλλεύτηκε τα συναισθήματά της και σκότωσε την ελπίδα της ότι θα μπει μέσα στη ζωή της. Το μόνο που έμεινε αναλλοίωτο ήταν το σεξ. Γυμνό, έντονο, αισθησιακό και απόλυτο, τους ένωσε ως εραστές, αλλά δεν τους ένωσε ως συντρόφους.

Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας ρεαλιστικός επίλογος μιας ερωμένης που κλέβει την παράσταση του σαρκικού πάθους, αλλά χάνει από τη σταθερότητα και τη συντηρητική λογική χρέωση του βολεμένου παντρεμένου άνδρα που δεν αφήνει το σπίτι του και τα παιδιά του και απλά τυλίγεται στα σεντόνια του σεξουαλικού πάθους και της «αμαρτίας».

Ο ίδιος δεν έχασε ούτε κέρδισε τίποτα από αυτή την ιστορία που μάλλον τον δικαίωσε στη ναρκισσιστική ρηχότητά του και του πρόσφερε τη σεξουαλική επιβεβαίωση του ανδρισμού του μέσα από τον παράνομο δεσμό του.

Όταν τη ρώτησα αν εκείνος διατηρούσε σεξουαλικές επαφές και με τη γυναίκα του, νομίζω ότι από ευγένεια και σεβασμό προς το όνομά μου δεν μου επιτέθηκε λεκτικά, αισθανόμενη ότι προσβάλλω την άκρατη σεξουαλικότητά της, που ως Κίρκη τον κρατούσε στο κρεβάτι της. Ίσως η σκέψη της αρκέστηκε σε αυτό, δεν πήγε πιο μέσα για να δει τη ζωή του μέσα στον γάμο του, κάτι άλλωστε που δεν την ενδιέφερε και δεν τη συνέφερε. Όταν, όμως, κατάλαβε ότι εκείνος δεν θα έφευγε από την οικογενειακή του στέγη, τότε πλημμύρισε με θυμό αλλά και ένταση τη σκέψη της, γκρεμίζοντας τη σιγουριά και την επιρροή που πίστευε ότι του ασκούσε.

Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι έζησε μια σχέση που ήξερε από την αρχή τους κανόνες της, ότι είχε μια ισχυρή παρουσία ως ερωμένη (τίτλος τιμής μιας γυναίκας που κυριαρχεί ιδανικά στο μυαλό ενός άνδρα, που δεν υπάρχει η φθορά, η δέσμευση και η καταπίεση), την οποία εκείνος χάρηκε και απόλαυσε, εξασφαλίζοντας μέσα από τις ψευδαισθήσεις το συναισθηματικό κάλυμμα που εκείνη χρειαζόταν για να «σκεπαστεί» μαζί του. Της είπα ότι, ως ερωμένη αυτής της σχέσης, δεν πρέπει να αισθάνεται μειωμένη, φθηνή και χρησιμοποιημένη από τον «απατεώνα» παντρεμένο.

Εξάλλου, έζησαν ωραίες και δυνατές στιγμές. Το λάθος ήταν όταν εκείνη ζήτησε το σωστό, να γίνει δηλαδή η σύντροφός του. Εκεί γκρεμίστηκαν όλα. Αυτή άδειασε, εκείνος έφυγε. Τώρα πενθεί την απώλειά του, που όμως ποτέ δεν τον κατέκτησε συναισθηματικά. Γιατί πάντα ο παντρεμένος άνδρας, όταν δεν χωρίσει, ζητάει την αγκαλιά της ερωμένης, χωρίς τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που του δίνει ο γάμος. Εκεί χάθηκε και η δική τους σχέση.

Η ερωμένη δεν θέλησε να συνεχίσει αυτό τον ρόλο. Ξέχασε ότι εκείνος ήταν δεσμευμένος με την οικογένειά του και πίστεψε ότι θα μπορούσε να κλέψει την παράσταση και να μπει δίπλα του, ακυρώνοντας ό,τι αυτός κουβαλούσε μέσα από τα ψέματα και τις αλήθειες του…
Στο τέλος της συνεδρίας το κυρίαρχο σκεπτικό μου είναι ότι πονάει ως γυναίκα που αισθάνθηκε προδομένη, γιατί εκείνη πίστεψε και έφυγε από τον ρόλο που εκείνος της έδωσε, αλλά κέρδισε και ως γυναίκα, της οποίας δεν της αξίζει ένας παντρεμένος που μπαίνει μέσα στο σπίτι της για να ξαναφύγει, εφόσον εκείνη τον ήθελε ως σύντροφο και τον ξεπέρασε ως άνδρα που ανήκει αλλού και απλώς την έβλεπε «αλλού».

Νομίζω ότι ηρέμησε αρκετά. Όχι, φυσικά και δεν της χρέωσα το νερό που ήπιε και τα χαρτομάντιλα που χάλασε, ωστόσο της χρέωσα τον λάθος ρόλο που έπαιξε, γιατί εκείνη ξεκίνησε ως ερωμένη και ήθελε να γίνει σύντροφος.

Λάθος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Η ανάγκη της, όμως, να κάνει μια σχέση που δεν θα αρχίζει και θα τελειώνει στο κρεβάτι είναι στο χέρι της και σίγουρα αυτός που θα είναι μαζί της θα θέλει και θα μπορεί να ζήσει και να μοιραστεί όχι μόνο φιλήδονες στιγμές, αλλά και σημαντικές ώρες μαζί της.

Θάνος Ε. Ασκητής