Παιδοφιλία και Παιδεραστία – Δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών ψυχίατροι, ψυχολόγοι και πολλές ακόμα ειδικότητες επιστημόνων έχουν μελετήσει την παιδοφιλία, μια διαταραχή που ορίζεται, σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V), ως η επαναλαμβανόμενη και έντονη σεξουαλική φαντασίωση, παρόρμηση ή συμπεριφορά που αφορά τη σεξουαλική δραστηριότητα με ένα παιδί ηλικίας έως 13 ετών για τουλάχιστον έξι μήνες. Ταυτόχρονα έχουν διενεργηθεί συνεντεύξεις και εξετάσεις σε καταδικασθέντες παιδόφιλους σε μια προσπάθεια να μελετηθούν σε βάθος ψυχολογικά, αλλά και νευροβιολογικά χαρακτηριστικά που ενδεχομένως «κρύβονται» πίσω από τη διαταραχή.

Ο επιπολασμός της παιδοφιλικής διαταραχής υπολογίζεται κατ’ εκτίμηση περίπου στο 1% έως 5%, όταν διερευνώνται και οι φαντασιώσεις πέρα από τη συμπεριφορά. Κυρίως φαίνεται ότι αφορά τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά αφορά σε μικρότερο βαθμό και τις γυναίκες με την εκτίμηση να θέτει το ποσοστό παιδοφιλικής έλξης στο 1% των γυναικών.

Ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει σύγχυση γύρω από τους όρους «παιδόφιλος» και «παιδεραστής», οι οποίοι πολύ συχνά παρερμηνεύονται και συγχέονται. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι δύο όροι αφορούν δύο ξεχωριστές κατηγορίες ατόμων. Ο παιδόφιλος χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά, χωρίς όμως να υπάρχει σωματική επαφή, επομένως η διάγνωση της παιδοφιλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε άτομα που έχουν επιθυμία αλλά δεν τη διαπράττουν. Ο παιδεραστής ελκύεται επίσης από παιδιά, αλλά διαφέρει συμπεριφορικά, γνωστικά και συναισθηματικά από τον παιδόφιλο. Δεν αφήνει τις ορμές του για παιδιά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά προβαίνει και στην πραγματοποίηση τους, εγκληματεί και παρενοχλεί σεξουαλικά το θύμα του. O παιδεραστής είναι το άτομο, το οποίο έχει κακοποιήσει σεξουαλικά τουλάχιστον ένα παιδί.

Η παιδοφιλική διαταραχή υπήρχε ανέκαθεν ως φαινόμενο στη χώρα μας και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα συχνή. Αυτό που έχει αρχίσει να αλλάζει, προς τη θετική κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια, είναι η ορατότητα του προβλήματος, με τα παιδιά και τους συγγενείς που γνωρίζουν τα περιστατικά να αποφασίζουν να «μιλήσουν» ευκολότερα απ΄ ότι παλιότερα. Ωστόσο ακόμα δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητή η αιτιοπαθολογία πίσω από τη διαταραχή αυτή, με το ερώτημα «τι οδηγεί έναν άνθρωπο να επιθυμεί ή να παρενοχλεί σεξουαλικά ένα παιδί», να εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο.

Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια έχει επιτύχει να προσφέρει ορισμένες απαντήσεις στους προβληματισμούς αυτούς. Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψιν μας είναι ότι κανένας άνθρωπος δεν επιλέγει αυτό που του προκαλεί διέγερση, αλλά το ανακαλύπτει στην πορεία, επομένως κανείς δεν μεγαλώνει θέλοντας να είναι παιδόφιλος. Ένα χαρακτηριστικό που έχουν κοινό οι περισσότεροι παιδόφιλοι είναι ότι ανακαλύπτουν, συνήθως ως έφηβοι, ότι τα ερεθίσματα που τους φέρνουν σεξουαλική διέγερση δεν αναπτύσσονται όπως εκείνα των συνομηλίκων τους. Οι περισσότεροι από αυτούς μένουν προσκολλημένοι στα αγόρια ή στα κορίτσια με τα οποία αισθάνθηκαν διέγερση στην αρχή της εφηβείας και εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για πολύ μικρότερα παιδιά από την ηλικία τους.

Παρόλο που καμία μελέτη δεν έχει διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα φαίνεται πως έχει αρχίσει να δημιουργείται ένα πορτρέτο που βοηθάει στην αποσαφήνιση του ψυχολογικού και βιολογικού δυναμικού πίσω από τη διαταραχή. Τα σύγχρονα ευρήματα μοιάζουν να ανατρέπουν τις υπάρχουσες αντιλήψεις που επικρατούσαν έως τώρα για την αιτιολογία της παιδοφιλίας.

Καθώς η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να καταλάβει πώς αναπτύσσεται η διαταραχή, αυξάνονται τα στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι η προέλευσή της είναι, κυρίως, βιολογική. Αυτή η άποψη βασίζεται σε μελέτες που αναδεικνύουν βιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στους παιδόφιλους. Οι βιολογικές ενδείξεις που συνδέονται με την παιδοφιλία δείχνουν ότι οι ρίζες της είναι προγεννητικές αλλά όχι γενετικές. Ωστόσο υπάρχει η πεποίθηση ότι μελλοντικά θα μπορέσουν να ανιχνευθούν σε συγκεκριμένες περιόδους ανάπτυξης του εμβρύου στην μήτρα. Τα βιολογικά μοντέλα διερευνούν επίσης την πιθανή συσχέτιση μεταξύ ορμονών και συμπεριφοράς, και συγκεκριμένα τον ρόλο της επιθετικότητας και των σεξουαλικών ορμονών του άνδρα, κυρίως της τεστοστερόνης. Παράλληλα, οι παιδόφιλοι φαίνεται πως είναι συνήθως κοντύτεροι από το μέσο όρο, ενώ είναι πιο πιθανό να είναι αριστερόχειρες, καθώς επίσης να έχουν και χαμηλότερο δείκτη ευφυίας από τον γενικό πληθυσμό. Παράλληλα, οι απεικονιστικές εξετάσεις στον εγκέφαλο καταδικασθέντων παιδόφιλων έχουν φανερώσει την ύπαρξη λιγότερης λευκής ουσίας, η οποία αποτελεί το «συνδετικό κύκλωμα» του εγκεφάλου.

Η επίδραση ψυχολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, στην εμφάνιση της παιδοφιλίας παραμένει ένα πεδίο που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθώς ακόμα δεν είναι σαφής η συσχέτισή τους. Ωστόσο η ευρέως διαδεδομένη, κατά το παρελθόν, άποψη ότι οι παιδόφιλοι ήταν οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σε παιδική ηλικία μοιάζει να έχει πλέον λιγότερη υποστήριξη. Αντιθέτως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν μελλοντικά κατάθλιψη, χρήση ουσιών ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, από ό,τι να γίνουν οι ίδιοι θύτες. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία των καταδικασθέντων παιδόφιλων αρνείται την ύπαρξη σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική τους ηλικία.

Επειδή σε όλα τα θέματα η ενημέρωση και η πρόληψη είναι πάντα καλύτερη από την αντιμετώπιση, έτσι και εδώ, είναι απαραίτητο οι γονείς να μην περιμένουν να παρατηρήσουν κάτι ανησυχητικό στη συμπεριφορά του παιδιού τους, αλλά να ενημερώνουν το παιδί από πριν, με απλό και κατανοητό τρόπο, για όλους τους πιθανούς κινδύνους. Να του μάθουν από μικρή ηλικία ότι το σώμα του είναι δικό του και του ανήκει, πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να το αγγίξει και πως αν αντιληφθεί κίνδυνο, θα πει όχι και θα τρέξει μακριά, να το αναφέρει στη δασκάλα, αν βρίσκεται στο σχολείο, στο γονιό ή σε κάποιον που εμπιστεύεται…