
Έφηβος και Οικογένεια
Ο έφηβος και η οικογένεια βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με έντονες συγκρούσεις, χαρακτηριστικές αυτής της περιόδου. Η θέση του εφήβου καθορίζεται από μια βαθιά αμφιθυμία. Διεκδικεί με πάθος την αυτονομία του, την ίδια στιγμή που εξαρτάται άμεσα από την οικογένειά του. Θέλει να είναι αυτόνομος, διακηρύσσει την ανεξαρτησία του, αλλά ταυτόχρονα αναζητεί τη σιγουριά και τη στήριξη που παρέχονται από τους γονείς του. Χρειάζεται όρια που τίθενται από τη συνεπή παρουσία των ενηλίκων παρέχοντάς του την αίσθηση αυτής της σιγουριάς. Επίσης, χρειάζεται όρια για να μπορέσει να αντιπαρατεθεί και να αναμετρηθεί με τα γονεϊκά πρότυπα. Του είναι απαραίτητη η ύπαρξη κάποιου με τον οποίο θα συγκρουστεί και θα τον ξεπεράσει.
Επομένως, έχει ανάγκη να ανήκει σε μια δομή που δεν καταρρέει από την επιθετικότητά του ούτε έχει διάθεση αντεκδίκησης. Ο έφηβος δεν αντέχει να βλέπει τους γονείς του αδύναμους, έχει ανάγκη να τους βλέπει δυνατούς και σταθερούς. Σε αυτή την περίοδο αποφεύγει τη σωματική επαφή με τους γονείς του. Τα αγόρια δεν θέλουν με κανένα τρόπο να τα πλησιάζει η μητέρα τους, να τα αγγίζει, να τα φιλά ή να τα χαϊδεύει. Το ίδιο συμβαίνει αντίστοιχα με τα κορίτσια και τον πατέρα τους.
Οι γονείς αυτή την περίοδο περνούν συνήθως την κρίση της μέσης ηλικίας. Αντιλαμβάνονται ότι τους μένει λίγος χρόνος για την πραγμάτωση των φιλοδοξιών τους και η σεξουαλικότητά τους μειώνεται, ενώ παράλληλα παρατηρούν ότι τα όνειρα στη ζωή του εφήβου ανατέλλουν. Αναζητούν τη στήριξη ο ένας από τον άλλον, για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες από τη μεταλλαγή της σχέσης με το παιδί τους. Αυτή η δυνατότητα ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή, καθώς αποκαλύπτονται παλιές απωθημένες συγκρούσεις και προκαλούνται καταθλιπτικά συναισθήματα ή αναζητείται ικανοποίηση σε σχέσεις έξω από το γάμο.
Συχνά, χρησιμοποιείται ο όρος “σύνδρομο της άδειας φωλιάς” (empty nest syndrome) για να περιγράψει τις δυσκολίες των γονέων να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται μετά την ανεξαρτητοποίηση των παιδιών.
Ανάμεσα στη μητέρα και την έφηβη κόρη αναπτύσσονται σε πολλές περιπτώσεις σχέσεις που σχετίζονται με την αρχή και το τέλος της έμμηνης ρύσης. Η κόρη αποκτά την ικανότητα για σύναψη σεξουαλικών σχέσεων και τεκνοποίηση, ενώ για τη μητέρα η σεξουαλικότητα και η θηλυκότητα υποχωρούν. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως μπορεί να «ζηλεύει» την κόρη για τις νέες ιδιότητές της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αισθάνεται λύπη και απόγνωση για τη σταδιακή απώλεια αυτών των ιδιοτήτων. Πάντως φαίνεται πως οι μητέρες που είχαν μία ικανοποιητική ερωτική ζωή μεταδίδουν και στις κόρες μία ηρεμία σχετικά με τη σεξουαλικότητα, χωρίς να τις φορτώνουν με άγχος και ενοχές.
Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη συμβολική απώλεια του παιδιού τους από τον κόλπο της οικογένειας, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουν και την πραγματική απώλεια των δικών τους γονέων που φεύγουν από τη ζωή. Γίνονται και οι ίδιοι “παιδιά χωρίς γονείς” και κατακλύζονται από συναισθήματα μοναξιάς. Όλες αυτές οι διεργασίες είναι πολύ επώδυνες και οι γονείς οφείλουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βρουν νέους τρόπους ικανοποίησης.
Τέλος, φαίνεται να υπάρχουν στερεότυπες αντιδράσεις των ενηλίκων κατά την περίοδο της εφηβείας. Οι γονείς που ενστερνίζονται αυτές τις αντιδράσεις αισθάνονται συνήθως απειλημένοι από τον έφηβο.
Τα “στερεότυπα” για την εφηβεία, που έχουν διατυπωθεί από ερευνητές είναι τα εξής:
- Ο έφηβος καταλαμβάνεται από ακατάσχετη σεξουαλική μανία και γίνεται επικίνδυνος ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται καθοδήγηση και ενθάρρυνση γιατί είναι ακόμα ανεπαρκής,
- Είναι έρμαιο των επιθυμιών του, αποκόπτεται από τους δεσμούς με την οικογένεια χωρίς την ικανότητα να επιβληθεί στα συναισθήματά του, αδυνατεί να προσαρμοστεί σε ένα ενήλικο περιβάλλον.
- Είναι «εκμεταλλευτής» και «τύραννος» για τους γονείς ενώ για άλλους είναι ένα αγνό και ανυπεράσπιστο θύμα για εκμετάλλευση,
- Είναι αντικείμενο φθόνου καθώς κατέχει όλα τα προσόντα και τις ικανότητες που σταδιακά χάνει ο ενήλικας. Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των γονέων και πρέπει να προστατευθεί και να ενθαρρυνθεί
- Είναι ένα μέλος της οικογένειας που διαταράσσει τις ευαίσθητες ισορροπίες
- Είναι εύκολο να διαπιστωθεί η αντιφατικότητα της καθεμιάς από αυτές τις στερεότυπες πεποιθήσεις. Ο γονείς οφείλουν λοιπόν να επιδεικνύουν μία σταθερή αλλά και ευέλικτη στάση απέναντι στους εφήβους, χωρίς να θεωρούν πως έχουν αποτύχει σαν γονείς, βλέποντας τα παιδιά τους να μεταμορφώνονται από την φυσιολογική εξελικτική κρίση της εφηβείας.

Ένας θυμωμένος γιος…
Η οικονομική κρίση ξανάφερε την οικογένεια και τα μέλη της κάτω από την ίδια στέγη, αφού η οικονομική συμπίεση των νέων ανθρώπων δεν επιτρέπει την απογαλάκτιση και το άνοιγμα των φτερών που κουρνιάζουν μέσα στο γονεϊκό περιβάλλον. Μάλιστα όσα περισσότερα έχει ο γονιός, τόσα ίσως και παραπάνω ζητάει πολλές φορές το παιδί που βολεύεται σε αυτή την αμφίδρομη σχέση με βασικό δρώμενο την περεταίρω καθήλωση του στο οικογενειακό περιβάλλον και την αδυναμία του να αποκτήσει μαχητικότητα, διεκδικώντας το δικό του ξεπέταγμα και το άνοιγμα του τρόπου ζωής που θα έπρεπε να έχει αναζητήσει μετά τα 25 του χρόνια. Εκεί οριοθετήθηκε η πραγματική ανεξαρτησία ειδικά του άνδρα που ουσιαστικά, μετά το στρατό δεν επέστρεφε στην οικογένειά του. Όσο και αν η μάνα αλλά και ο πατέρας ένιωθαν τον αποχωρισμό, η πραγματικότητα οδηγούσε τον νέο άνθρωπο στο δικό του ταξίδι και στην προσπάθεια να τα καταφέρει από μόνος του. Εάν παρέμενε στο σπίτι, οι γονείς αύξαναν τις παροχές από το γάλα το ζεστό που ερχόταν στο κρεβάτι κυρίως του γιού που ξύπναγε μετά τις δώδεκα, κουρασμένος, μέχρι τα χρήματα που έπεφταν για να μην του λείψει κάτι ή ακόμη καλύτερα για να νιώθει πιο άνετα και χαλαρά στην εφησυχασμένη ζωή του. Φυσικά μετά τα 30-35, ο νέος άρχισε να πνίγεται από την γονεϊκή υπερπροστασία και οι τσακωμοί ήταν το καθημερινό πήγαινε-έλα του παιδιού που δεν μεγάλωνε και του γονιού που καταλάβαινε τον φαύλο κύκλο που έμπαινε μέσα, ενώ όλη η οικογένεια ζούσε μια νοσηρή κατάσταση.
Το σήμερα ξαναφέρνει το χθες. Ο νέος δεν φεύγει, γιατί δεν μπορεί και ο γονιός δεν του ανοίγει την πόρτα γιατί δεν θέλει. Ποια είναι όμως τα όρια μίας ενίσχυσης του παιδιού μας, μπροστά στο δικό του αύριο; Άρα πότε ο γονιός αποδεσμεύεται εν μέρει από αυτούς τους ρόλους και το παιδί παίρνει τη ζωή στα χέρια του; Το σενάριο μάλιστα γίνεται πιο τραγικό όταν ο γονιός δεχτεί πίσω το χωρισμένο παιδί του, πιθανά και με το εγγόνι του, κάνοντάς τον να φορτώνεται και τα στόματα που πρέπει να θρέψει και τις ψυχικές φορτίσεις που κουβαλάει ο χωρισμένος γιος ή κόρηκαι το παιδί που έχει γεννηθεί μέσα από αυτόν τον διαλυμένο γάμο. Πάντα οι γονείς στη χώρα αυτή που ζούμε κουβαλάνε τα λάθη των παιδιών τους, αλλά και τα παιδιά πληρώνουν τις κακές πολιτικές της οικογένειας και φυσικά και της ίδιας της πολιτείας που τους απέλπισε και τους καθήλωσε στο έδαφος όταν η απογείωση ξεκινούσε με το πέρας των σπουδών. Για αυτό και ο γονιός, κουβαλώντας το σύνδρομο του μυρμηγκιού, στο να μαζεύει στερώντας και από τον εαυτό του υλικά αγαθά αλλά και κτίζοντας σπίτια και φτιάχνοντας προίκες (σήμερα περισσότερο για το αγόρι…), παγιδεύεται σε μια συνεχή ανακύκλωση της αγωνίας του, τι θα γίνει το παιδί του όταν αυτός πεθάνει και πως θα ζήσει αν ο ίδιος δεν του εξασφαλίσει το μέλλον του και τη συνέχειά του. Αυτή η εικόνα παίζει σχεδόν σε όλα τα ελληνικά σπίτια που μάλιστα αν υπάρχει ένας ισχυρός, δημιουργικός γονιός, η πλάτη του φορτώνεται παραπάνω όλα αυτά που οφείλει να δώσει στο παιδί του. Και ίσως το πιο τραγικό απ όλα είναι ότι όσα παραπάνω του δώσει, τόσα λιγότερα φαίνονται στο παιδί του και πιθανά στον τάφο του πατέρα του να του θυμίζει ότι θα έπρεπε να του έχει αφήσει περισσότερα. Ας αφήσουμε δε το θέατρο του παραλόγου που οι κληρονόμοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις μετρούν και ξαναμετρούν πόσα πήρε ο άλλος και δεν πήρε αυτός. Αλήθεια, ο γονιός χρωστάει στο παιδί του χρήματα, ακίνητα, οικόπεδα και ό,τι άλλο κατάφερε να φτιάξει και σε πολλές περιπτώσεις μην απολαμβάνοντας τίποτα ο ίδιος από όλα αυτά που απέκτησε;

Είμαι βέβαιος ότι θα αναρωτιέστε που το πάει το άρθρο μου; Είμαι ακόμη πιο σίγουρος ότι θα απορείτε σαν να κατηγορώ έναν πατέρα που θέλει να βοηθήσει το παιδί του προσφέροντάς του τη δυνατότητα μιας πιο εύκολης και πιο εύπορης, «στρωμένης» ζωής. Προτού αναφερθώ παρακάτω σε αυτό το θέμα που κλήθηκα να πάρω θέση μεταξύ πατέρα και γιού, θυμάμαι τον 65χρονο πολύ εύπορο και επιτυχημένο άνδρα που με επισκέφτηκε για τον εαυτό του, αλλά εγώ τον ρώτησα και για το γιό του, που ήταν φοιτητής σε μια πόλη της χώρας μας. Μεταξύ των άλλων, τον ρώτησα πόσα χρήματα του στέλνει κάθε μήνα και μου απάντησε πολύ φυσικά «Περίπου 5.000 ευρώ». Αισθάνθηκα ότι η καρέκλα μου κουνήθηκε ή εγώ κουνήθηκα πάνω στην καρέκλα, σκεπτόμενος και το περίπου και τις 5.000 ευρώ, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε ποσό συγκεκριμένο που λάμβανε αυτός ο «περίλαμπρος» φοιτητής. Όταν του είπα ότι είναι πάρα πολλά τα χρήματα, έκπληκτος μου αντιγύρισε και με ελαφρό θυμό το σχόλιό του «μα εγώ έχω πάρα πολλά χρήματα, που κάθονται στην τράπεζα, ο γιός μου δεν δικαιούται μια καλύτερη ζωή που μπορώ να του προσφέρω;» Ήμουν εντελώς οριοθετημένος αρνητικά απέναντί του, λέγοντάς του ότι τα δικά του χρήματα δεν θα κάνουν το γιό του πιο δυνατό και δημιουργικό και αν αύριο τελειώσουν, αυτό το παιδί θα πρέπει να μάθει να ζει με 600-800 ευρώ μηνιαίως. Άλλαξε τη συζήτηση ενοχλημένος και μου είπε με αυστηρό ύφος ότι δεν ήρθε για αυτό στο γραφείο μου. Ήξερα ότι συνέχεια στα λόγια αυτά δεν υπάρχει…
Χαρακτηριστική όμως, είναι και η περίπτωση τουπατέρα που με επισκέφτηκε συνοδευόμενος από τονγιό του. Ο γιός 35 χρονών, είχε παντρευτεί, εργαζόταν και έμενε σε ένα σπίτι το οποίο ο πατέρας τους πλήρωνε το ενοίκιο που ήταν 500 ευρώ. Ο 75χρονος πατέρας, έχοντας ένα χρηματικό ποσό το οποίο κρατούσε, ήταν το έρισμα της σχέσης με το παιδί του. Μάλιστα, ο γιος διαμαρτυρόταν για την οικονομική κατάσταση που βρισκόταν ο γάμος του, δεδομένου ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει πρόσφατα ένα κοριτσάκι που βρισκόταν στον όγδοο μήνα της ζωής του. Η γυναίκα του δεν δούλευε, αλλά και ο ίδιος από αυτά που κατάλαβα, πιο πολύ στηριζόταν στο βιβλιάριο της τραπέζης του πατέρα του, παρά στη δική του προσπάθεια να βελτιώσει την οικονομική του πορεία. Ιδιωτικός υπάλληλος που δεν έδειχνε φιλοδοξία και επαγγελματικό ενδιαφέρον. Το σενάριο της οικονομικής βοήθειας του πατέρα περιείχε και τα πρόσωπα της μάνας, αλλά και της γυναίκας του, που «εν χορώ» σαν αρχαία τραγωδία, κατηγορούσαν τον πατέρα ότι κρατάει τα χρήματα του, για προσωπική του ικανοποίηση και απόλαυση και δεν τα δίνει όπως πρέπει στον μονάκριβο γιό του! Η οικογένεια αυτή δεν είχε άλλο παιδί και έτσι ο νιόπαντρος γιος ένιωθε πως ό,τι υπήρχε στην οικογένειά του είναι δικό του και του ανήκει!
Η στάση μου ως γιατρός ήταν πικρή προς το γιο και σαφώς υποστηρικτική προς τον πατέρα. Ο γονιός γεννάει, μεγαλώνει το παιδί, το σπουδάζει και το παραδίδει στην κοινωνία με ένα πολύ απλό σκεπτικό: Ότι ο ίδιος όταν φύγει από την ζωή να μπορεί το παιδί του να ζήσει και να πάρει ότι έχει η οικογένειά του ως φυσική συνέχεια της κληρονομιάς. Κανένας γονιός δεν χρωστάει στο παιδί του. Το παιδί πρέπει να το ξέρει αυτό. Άρα ο θυμός του γιού είναι το έλλειμμα της αυτοπεποίθησής του.
Θα κλείσω με μία φράση ενός νέου ανάλογου με αυτόν που περιέγραψα, που ο θυμός για τον πατέρα του έβγαινε έξω από τα παράθυρα του γραφείου μου, λέγοντας μου χαρακτηριστικά μπροστά στη γυναίκα του: «Να πάει να δανειστεί, να μην με γένναγε, πρέπει να μου δώσει, γιατί εγώ δεν έχω και γιατί εκείνος οφείλει να με στηρίξει σαν πατέρας». Άραγε τι να λεγα σε αυτόν τον αχάριστο νέο που αντί να βλέπει τα χέρια του και τα πόδια του πως θα τα χρησιμοποιήσει μαζί με το μυαλό του, μάλλον έβλεπε τον «κακό» γονιό του…
Θάνος Ε. Ασκητής
Πηγή: Πρώτο Θέμα