
Ψυχικές και σεξουαλικές επιπτώσεις στη γυναίκα με Σακχαρώδη Διαβήτη
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα μεταβολικό νόσημα, το οποίο ακολουθεί χρόνια πορεία, και σχετίζεται με την αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, κυρίως λόγω ανεπάρκειας μιας ορμόνης του παγκρέατος, της ινσουλίνης, γεγονός που επηρεάζει τα αγγεία του ανθρώπινου σώματος. Αποτελεί μια από τις παθήσεις του μεταβολικού συνδρόμου, μαζί με την παχυσαρκία, την αρτηριακή υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία.
Χαρακτηριστικές είναι οι επιπτώσεις του Σακχαρώδους Διαβήτη στη γυναικεία σεξουαλική λειτουργικότητα. H συχνότητα εμφάνισης σεξουαλικών δυσλειτουργιών εκτιμάται ότι αγγίζει το 20-80% των γυναικών με Σακχαρώδη Διαβήτη. Η σεξουαλική λειτουργικότητα της γυναίκας σχετίζεται με τη φυσιολογική λειτουργικότητα συμπεριλαμβανομένης της κολπικής αιμοδυναμικής και εφύγρανσης, της κλειτοριδικής αιμοδυναμικής, της μυϊκής δραστηριότητας της περιοχής του πυελικού εδάφους και των γεννητικών οργάνων, και της νευρογενούς βλάβης των πυελικών οργάνων. Η σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη είναι απόρροια των επιβλαβών συνεπειών της υπεργλυκαιμίας, των λοιμώξεων και των νευρολογικών, αγγειακών και ψυχολογικών διαταραχών στις προαναφερθείσες φυσιολογικές λειτουργίες.
Ενίοτε, η σεξουαλική δυσλειτουργία αποτελεί πρώιμο σύμπτωμα του Σακχαρώδους Διαβήτη. Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί συσχέτιση της νόσου με διαταραχές της επιθυμίας, της διέγερσης, του οργασμού, της διείσδυσης και γεννητικό πυελικό πόνο. Γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 αναφέρουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, κολπική εφύγρανση, συχνότητα οργασμού και δυσπαρεύνια (πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής). Οι ορμονικές αλλαγές και ο μεγαλύτερος κίνδυνος λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος συσχετίζεται με σεξουαλικές δυσλειτουργίες στη γυναίκα. Η νευροτοξική επίδραση της υπεργλυκαιμίας προκαλεί αφυδάτωση των βλεννογόνων στον κόλπο με αποτέλεσμα την ξηρότητα του και τον αυξημένο πόνο (δυσπαρεύνια).
Ωστόσο, ο Σακχαρώδης Διαβήτης δεν επηρεάζει τη γυναικεία σεξουαλικότητα μόνο μέσω οργανικών/φυσιολογικών παραγόντων (νευροπάθεια, κολπική ξηρότητα) αλλά και μέσω ψυχολογικών (κατάθλιψη, άγχος). Έχει παρατηρηθεί ότι γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας σε σχέση με γυναίκες που δεν πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη, γεγονός που δρα ως επιβαρυντικός παράγοντας στη σεξουαλική λειτουργικότητα.
Πιο αναλυτικά, φαίνεται να διαμορφώνουν δυσλειτουργικές πεποιθήσεις αναφορικά με την νέα αυτοεικόνα τους σε σύγκριση με την παρελθοντική, προ ασθενείας. Παρατηρείται υπερβολική ενασχόληση με την ασθένεια, η οποία θεωρούν πως καθορίζει πλέον κάθε τομέα της ζωής τους. Οι γυναίκες με Σακχαρώδη Διαβήτη εστιάζουν στην απώλεια της σωματικής τους υγείας, υιοθετούν μια αρνητική εικόνα για το σώμα τους, το οποίο δεν αποδέχονται, ενώ μπορεί να θεωρούν ότι δεν είναι πλέον θελκτικές, ελκυστικές για τον σύντροφο τους. Ως απόρροια τα αισθήματα αβεβαιότητας, το άγχος και η μελαγχολία διογκώνονται, γεγονός που επιδρά αρνητικά στη σεξουαλική αυτοεκτίμηση τους. Οι γυναίκες αυτές δεν αισθάνονται άνετα να εκφράσουν τη σεξουαλικότητα τους και να διεκδικήσουν έναν ενεργό σεξουαλικό ρόλο, αλλά ούτε και να μοιραστούν τις επιθυμίες ή τους προβληματισμούς τους μέσα στη σχέση τους. Σαν αποτέλεσμα, τόσο οι ίδιες όσο και οι σύντροφοι τους δηλώνουν μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση αλλά και ικανοποίηση ζωής.
Τα προσωπικά ταμπού αναφορικά με το σεξ καθώς και αισθήματα ντροπής ενδέχεται να παρεμποδίζουν τις γυναίκες από το να αποκαλύψουν στον θεράποντα ιατρό τους τα σεξουαλικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Ωστόσο, η σεξουαλική λειτουργικότητα αποτελεί μια παράμετρο, η οποία θα πρέπει να αξιολογείται στην κλινική πράξη, ενώ σε περίπτωση ανάγκης αντιμετώπισης μιας σεξουαλικής δυσλειτουργίας είναι χρήσιμο να ακολουθείται μια διεπιστημονική θεραπευτική προσέγγιση. Κρίνεται σημαντικό οι γυναίκες να τολμούν να μιλήσουν καθώς και να αναζητούν την βοήθεια ειδικών σεξουαλικής υγείας.
Αγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.
Learn More
Σακχαρώδης διαβήτης: η σημασία της αυτοφροντίδας
Κάθε διάγνωση αυτοάνοσης νόσου συνεπάγεται δέσμευση δια βίου. Είναι μια μόνιμη αλλαγή στην καθημερινότητα, αλλά και στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Ο σακχαρώδης διαβήτης επηρεάζει σχεδόν 415 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Είναι μια μεταβολική διαταραχή που οφείλεται σε μειωμένη έκκριση ή μειωμένη δράση της ινσουλίνης ή και των δύο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ολική (διαβήτης τύπου 1) ή μερική έλλειψη ινσουλίνης (διαβήτης τύπου 2).
Η διάγνωση μιας αυτοάνοσης νόσου, ιδιαίτερα σε νεαρή ηλικία, δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου πλαίσιο στον νεαρό ενήλικα, μια αίσθηση αδυναμίας και ανασφάλειας για το μέλλον. Η διάγνωση του διαβήτη έχει συσχετιστεί με ψυχολογική συννοσηρότητα. Τα άτομα με διαβήτη έχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άγχος. Το έντονο στρες μπορεί να οδηγήσει σε ένα μόνιμο άγχος, που μας συνοδεύει και μας ταλαιπωρεί. Το υψηλότερο άγχος έχει συσχετιστεί με πιο πρόσφατη διάγνωση της νόσου. Επιπλέον, είναι πιθανό να εμφανιστεί κάποια ψυχική διαταραχή ή να επιδεινωθεί κάποια ήδη υπάρχουσα, όπως κατάθλιψη ή διατροφική διαταραχή. Στην περίπτωση των διατροφικών διαταραχών, μπορεί να υπάρξει σημαντική δυσκολία στη συμμόρφωση με τη θεραπεία.
Ένας όρος που αναφέρεται στα αρνητικά συναισθήματα και τις προκλήσεις ψυχοκοινωνικής προσαρμογής στην προσπάθεια διαχείρισης του διαβήτη, είναι η δυσφορία του διαβήτη (diabetes distress). Μέχρι πρόσφατα, η δυσφορία για τον διαβήτη θεωρούνταν σύμπτωμα κλινικής κατάθλιψης. Μεταγενέστερες μελέτες έδειξαν ότι τα άτομα που βίωναν αρνητικά συναισθήματα, λόγω της νόσου, δεν είχαν κατάθλιψη. Η δυσφορία εδράζεται στην καθημερινή εμπειρία της ζωής του διαβητικού, ενώ η κατάθλιψη είναι το γενικό αίσθημα που δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη κατάσταση ή εμπειρία. Επομένως, η δυσφορία του διαβήτη αφορά, τόσο συμπεριφορικές και βιολογικές μεταβλητές, όσο και το άγχος που βιώνει το άτομο για την κατάστασή του.
Η δυσφορία του διαβήτη (diabetes distress) σχετίζεται με:
• χαμηλότερα επίπεδα αυτοφροντίδας
• μειωμένη συναισθηματική ευεξία
• κακή διατροφή
• καθιστική ζωή
• αυξημένα επίπεδα ορμονών του στρες
• κακή τήρηση της θεραπείας
• υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών
Είναι σημαντικό να γνωρίζω ότι ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να φέρει αλλαγές:
• Στην καθημερινότητά μου, την διατροφή και τις συνήθειές μου. Απαιτεί πιστή τήρηση της θεραπείας, με ενέσεις ή χάπια και έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Μία ισορροπημένη διατροφή και άσκηση θα φέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στη ρύθμιση του σακχάρου και έτσι στη σωματική και ψυχική μου υγεία.
• Ψυχολογικές και σωματικές που σχετίζονται άμεσα με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, την υπογλυκαιμία (ταραχή, ταχυπαλμία, δυσκολία ομιλίας, εφίδρωση, ρίγη, ζαλάδα, ναυτία, κεφαλαλγία) και την υπεργλυκαιμία (αίσθημα δίψας, ατονία, συχνοουρία, μειωμένη όρεξη, διαταραχή της όρασης, πόνος στην κοιλιακή χώρα, κεφαλαλγία). Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τακτικά και να γνωρίζουμε πως να δράσουμε άμεσα σε κάθε περίπτωση.
• Στην σεξουαλική μου λειτουργία, μπορεί να εμφανιστεί δυσκολία στη στύση στον άνδρα και μειωμένη επιθυμία, εφύγρανση, αδυναμία οργασμού ή πόνος κατά την επαφή στη γυναίκα. Οι δυσκολίες αυτές μπορεί να φέρουν το άτομο σε σκέψεις διακοπής της θεραπείας, το οποίο θα έχει αρνητικές επιπτώσεις. Εάν παρουσιάσουμε μία σεξουαλική δυσλειτουργία να μην διστάσουμε να διατυπώσουμε τις απορίες μας στον θεράποντα ιατρό, και να προχωρήσουμε στην κατάλληλη ενημέρωση και θεραπεία.
Η πορεία της νόσου και η τήρηση της θεραπείας βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στο ίδιο το άτομο και τις συμπεριφορές αυτοφροντίδας. Ωστόσο, η βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι υπάρχει σταθερή συσχέτιση μεταξύ της κοινωνικής υποστήριξης και της καλύτερης ψυχικής και σωματικής υγείας. Η υποστήριξη μέσα από το περιβάλλον: τη συντροφική σχέση, την οικογένεια, τους φίλους είναι ένας σημαντικός ψυχοκοινωνικός «διευκολυντής», που δρα θετικά στην πορεία της νόσου.
Πηγές:
De Silva, N. L., Wickramarachchi, R. E., Sumanatilleke, M., & Somasundaram, N. (2022). Sexual dysfunction among men with diabetes: A review. Sri Lanka Journal of Diabetes Endocrinology and Metabolism, 13(2).
Farooqi, A., Gillies, C., Sathanapally, H., Abner, S., Seidu, S., Davies, M. J., … & Khunti, K. (2022). A systematic review and meta-analysis to compare the prevalence of depression between people with and without type 1 and type 2 diabetes. Primary care diabetes, 16(1), 1-10.
Winkley, K., Kristensen, C., & Fosbury, J. (2021). Sexual health and function in women with diabetes. Diabetic Medicine, 38(11), e14644.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Σακχαρώδης διαβήτης και σεξουαλικές δυσλειτουργίες
Ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί ένα μεταβολικό νόσημα το οποίο σχετίζεται με την αύξηση του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, κυρίως λόγω ελλιπούς παραγωγής ινσουλίνης (ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας) και επηρεάζει τα αγγεία του ανθρωπίνου σώματος. Αποτελεί μια από τις παθήσεις του μεταβολικού συνδρόμου, μαζί με την παχυσαρκία, την αρτηριακή υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία.
Περίπου 425 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2045 ο αριθμός αυτός θα ανέλθει στα 629 εκ. Ο Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αποτελεί το 90-95% των περιπτώσεων διαβήτη, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται και σε παιδιά, λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της παιδικής παχυσαρκίας.
Συσχέτιση σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικών δυσλειτουργιών στον άνδρα: Σύμφωνα με τη σύγχρονη βιβλιογραφία περίπου το 70% των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη θα εκδηλώσει στυτική δυσλειτουργία (η κύρια συσχέτιση με τις ανδρικές σεξουαλικές δυσλειτουργίες). Η παθοφυσιολογία της στυτικής δυσλειτουργίας στο σακχαρώδη διαβήτη συσχετίζεται με μηχανισμούς όπως:
η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, το οξειδωτικό στρες, η αυτόνομη νευροπάθεια, και τελικά προϊόντα της προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (Αdvanced Glycation Εnd Ρroducts ή AGEs). Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας σε διαβητικούς είναι η υπέρταση, τα καρδιακά προβλήματα, το κάπνισμα, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η χαμηλή τεστοστερόνη, ο «φτωχός» γλυκαιμικός έλεγχος, η κατάθλιψη, ο χρόνος που έχει την πάθηση το άτομο, η ηλικία, το BMI. Ενώ σύμφωνα με νέα μελέτη έδειξε ότι οι διαβητικοί ασθενείς με αυξημένα επίπεδα οιστραδιόλης έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας, μειωμένης αρτηριακής ροής και χαμηλής τεστοστερόνης(Ponce, M. D. R., Garolla, A., Caretta, N., DeToni, L., Avogaro, A., & Foresta, C. (2020). Estradiol correlates with erectile dysfunction and its severity in type 2 diabetic patients. Journal of Diabetes and its Complications, 107728).
Συσχέτιση σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικών δυσλειτουργιών στην γυναίκα: Στη σύγχρονη βιβλιογραφία γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αναφέρουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες όπως μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, μειωμένη κολπική εφύγρανση ενώ αποτυπώνεται και ισχυρή συσχέτιση με δυσπαρευνία (πόνος κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής). Επιπρόσθετα, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη και σεξουαλικές δυσλειτουργίες έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν καταθλιπτική συμπτωματολογία. Σε πρόσφατη μελέτη με 114 γυναίκες (μ.ο ηλικία 51 έτη) που έπασχαν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, έδειξε πως οι διαβητικές γυναίκες με σεξουαλικά προβλήματα είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπέρταση ή και στεφανιαία νόσο, σε σύγκριση με διαβητικές γυναίκες χωρίς σεξουαλικά προβλήματα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση του διαβήτη είναι η ρύθμιση των τιμών του σακχάρου του αίματος. Ως εκ τούτου οι σωστές διατροφικές επιλογές και η άσκηση οποιασδήποτε μορφής, αποτελούν πυλώνες για την πρόληψη και αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη, υπενθυμίζοντάς μας πως η καλύτερη θεραπεία είναι όταν προσπαθούμε να παραμείνουμε υγιείς φροντίζοντας την σωματική και ψυχική υγεία.
Παπαδόπουλος Περικλής
Κλινικός Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Learn More