
Τα στυλ δεσμού και ποιες στρατηγικές επιλέγουμε για να κρατήσουμε τον σύντροφο στη σχέση;
Η θεωρία της προσκόλλησης (Αttachment Τheory) αναφέρεται στον τρόπο που οι άνθρωποι αναπτύσσουν δεσμούς μεταξύ τους και διατηρούν τις σχέσεις τους. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι ασφαλείς ή ανασφαλείς στους δεσμούς τους, ενώ οι ανασφαλείς χαρακτηρίζονται ως αγχώδεις, που διακρίνονται από τον φόβο απόρριψης και εγκατάλειψης που βιώνουν, ή αποφευκτικοί, που έχουν την τάση να μην εμπιστεύονται και να αποφεύγουν την εγγύτητα με τους άλλους.
Τα στυλ δεσμού που αναπτύσσουν τα άτομα μεταξύ τους επηρεάζουν τις σχέσεις τους σε διάφορα επίπεδα όπως στο ότι καθορίζουν τις στρατηγικές διατήρησης της σχέσης (mate-retention strategies), δηλαδή τις συμπεριφορές που χρησιμοποιούν προκειμένου να «κρατήσουν» τον σύντροφο τους και να διατηρήσουν τη σχέση τους. Άτομα με αγχώδεις δεσμούς προσκόλλησης είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στη συναισθηματική χειραγώγηση και άλλες επιζήμιες συμπεριφορές, με σκοπό το να αποτρέψουν τον σύντροφο από το να «φύγει» από τη σχέση, γεγονός που, όμως, συνδέεται με μειωμένη σχεσιακή ικανοποίηση. Χαρακτηριστική είναι έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Evolutionary Behavioral Sciences και μελέτησε σε δείγμα 420 ατόμων με μακροχρόνιες σχέσεις τα μέσα που μετέρχονταν προκειμένου να τις διατηρήσουν, καθώς και το επίπεδο της σχεσιακής ικανοποίησης και τα στυλ δεσμού τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα με αγχώδεις δεσμούς προσκόλλησης είχαν την τάση να καταφεύγουν τόσο σε επιζήμιες στρατηγικές διατήρησης του συντρόφου, όπως έλεγχος των αλληλεπιδράσεων του στο κινητό ή προσπάθεια να κάνουν τον σύντροφο να ζηλέψει πχ μιλώντας σε έναν άγνωστο σε ένα πάρτυ, όσο και ωφέλιμες στρατηγικές διατήρησης του συντρόφου, όπως φιλοφρόνηση στον σύντροφο για την εμφάνιση του ή εκδήλωση τρυφερότητας απέναντι του. Αντιθέτως, τα άτομα με αποφευκτικούς δεσμούς προσκόλλησης παρατηρήθηκε ότι κατέφευγαν μόνο στις επιζήμιες στρατηγικές διατήρησης της σχέσης.
Επιπροσθέτως, τόσο τα άτομα με αγχώδεις όσο και εκείνα με αποφευκτικούς δεσμούς ανέφεραν μειωμένη σχεσιακή ικανοποίηση, η οποία συνδεόταν περισσότερο με τις επιζήμιες παρά με τις ωφέλιμες στρατηγικές διατήρησης της σχέσης.
Τα στυλ δεσμού επηρεάζουν τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και αξιολογούν την ποιότητα της σχέσης τους, το οποίο κατ’ επέκταση καθορίζει και τις συμπεριφορές που επιδεικνύουν. Ο βαθμός της σχεσιακής ικανοποίησης συγκαταλέγεται στους παράγοντες που μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την παραπάνω συσχέτιση, μαζί με άλλους όπως η ζήλεια, η προσλαμβανόμενη απειλή για απιστία, η εγγύτητα στη σχέση.
Αγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Nascimento, B. S., Little, A. C., Monteiro, R. P., Hanel, P. H. P., & Vione, K. C. (2021). Attachment styles and mate-retention: Exploring the mediating role of relationship satisfaction. Evolutionary Behavioral Sciences. Advance online publication.
Learn More
Η συναισθηματική ανασφάλεια των συντρόφων και ο οργασμός τους
Ο οργασμός έχει καθιερωθεί ως το σύμβολο της σεξουαλικής ολοκλήρωσης τόσο για τους άνδρες, στους οποίους ταυτίζεται με την εκσπερμάτιση, όσο και για τις γυναίκες, όπου ταυτίζεται με την αυξημένη κολπική εφύγρανση και τις συσπάσεις του κόλπου και της μήτρας. Ωστόσο, η οργασμική κορύφωση κατέχει προσωπική και διαπροσωπική ψυχολογική αξία: η συχνότητα των οργασμών σχετίζεται τόσο με τη σεξουαλική όσο και με την σχεσιακή ικανοποίηση.
Χαρακτηριστικές είναι κι οι διαφορές των δύο φύλων ως προς τον οργασμό. Πιο συγκεκριμένα, οι άνδρες βιώνουν πιο συχνά οργασμό, με σχεδόν το 91% να αναφέρει πως είχε οργασμό στην τελευταία σεξουαλική επαφή, ενώ για τις γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 64%. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο νοηματοδοτούν και η σημασία που αποδίδουν στον οργασμό είναι διαφορετικά για τους άνδρες, που εστιάζουν στην σεξουαλική τους ικανοποίηση, σε σύγκριση με τις γυναίκες, που θεωρούν πως η σπουδαιότητα του οργασμού τους έγκειται στο να «ικανοποιήσουν» και να ενισχύσουν το σύντροφο τους.
Επιπλέον, έχει φανεί πως η απουσία οργασμού των γυναικών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αυτοπεποίθηση των συντρόφων τους. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα οι άνδρες αναφέρουν πως τείνουν να εκλαμβάνουν τον οργασμό των συντρόφων τους ως «επίτευγμα και επιβεβαίωση της αρρενωπότητας τους». Για παράδειγμα, κάποιοι εξ αυτών δηλώνουν πως ο οργασμός των συντρόφων τους είναι μία από τις πιο ικανοποιητικές εμπειρίες της σεξουαλικής τους ζωής, καθώς τους γεμίζει με αυτοπεποίθηση.
Τα άτομα που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα συναισθηματικής ανασφάλειας είναι πιο πιθανό να δίνουν υπερβολική έμφαση στη σεξουαλική ικανοποίηση του συντρόφου τους, ενώ τείνουν να φοβούνται πως οι σύντροφοι θα τους εγκαταλείψουν λόγω μειωμένης σεξουαλικής ικανοποίησης από τη σχέση τους. Η συναισθηματική ανασφάλεια με τη σειρά της συνδέεται με σεξουαλική δυσλειτουργία όπως προβλήματα στον οργασμό, μειωμένη σεξουαλική επιθυμία ή στυτική δυσλειτουργία. Επί παραδείγματι, η ανάγκη των ανασφαλών γυναικών να ενισχύσουν τους σεξουαλικούς τους συντρόφους φαίνεται να είναι και ένας από τους λόγους που προσποιούνται τον οργασμό τους. Έτσι, βάζουν σε προτεραιότητα το «εγώ» των συντρόφων και παραμελούν τις δικές τους σεξουαλικές ανάγκες, ενώ η δυσλειτουργία στον οργασμό διατηρείται.
Τα συναισθηματικά ανασφαλή άτομα που δίνουν υπερβολική έμφαση στον οργασμό των συντρόφων, μπορεί να βιώνουν αυξημένο στρες, το οποίο επιβαρύνει τόσο τη σεξουαλική ικανοποίηση όσο και τη γενικότερη ποιότητα της σχέσης τους. Επομένως, είναι ωφέλιμο τα ζευγάρια να επικοινωνούν ανοιχτά τις σεξουαλικές τους ανάγκες ή ανησυχίες και να μην σιωπούν λόγω ντροπής ή φόβου απόρριψης.
Πηγή:Chadwick, S. B., & van Anders, S. M. (2017). Do Women’s Orgasms Function as a Masculinity Achievement for Men?. Journal of sex research, 54(9), 1141–1152.
Learn More
Η σεξουαλική ζωή στην εμμηνόπαυση: φταίνε μόνο οι ορμόνες μου;
Στην εποχή μας υιοθετούμε μία ιδιαίτερα καταστροφική τάση, βουτηγμένοι σε μία κουλτούρα που εξυψώνει την νεότητα και την ομορφιά της γυναίκας ταυτιζόμενη με αυτή. Φαίνεται να αρνούμαστε ότι ο χρόνος μπορεί να μας αλλάξει. Μία γυναίκα στην εμμηνόπαυση μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με αλλαγές στην διάθεσή της, την εικόνα της, τον ύπνο της, την αντιληπτική της σεξουαλικότητα και σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Οι αλλαγές στη σωματική και ψυχική υγεία των γυναικών ή των συντρόφων τους στη μέση ηλικία δύναται να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής και τη σεξουαλική λειτουργία.
Ποιοι είναι οι λόγοι που «συνωμοτούν» κατά της σεξουαλικής μας ζωής στη μέση ηλικία; Συχνά, ενοχοποιούμε τις ορμονικές αλλαγές, που πράγματι μας οδηγούν σε μία νέα συνθήκη, μετακινώντας κάθε γυναίκα σε ένα μονοπάτι που χωρίζει την ζωή πριν και την ζωή μετά την εμμηνόπαυση. Είναι, όμως, οι βιολογικές μεταβολές αυτές καθαυτές που «μας καθορίζουν» σε αυτή τη φάση της ζωής;
Οι κοινωνικές αλλαγές που σχετίζονται με το στάδιο αυτό και τον τρόπο ζωής στη μέση ηλικία μπορεί επίσης να επηρεάσουν. Για παράδειγμα, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις μπορεί να αυξάνονται, ενώ για άλλους προκύπτουν ανασφάλειες στον τομέα της εργασίας. Τα παιδιά που ζουν στο σπίτι είναι συχνά στα δύσκολα στάδια της εφηβείας, ενώ παράλληλα οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές έχουν αυξήσει την πιθανότητα τα ενήλικα τέκνα να παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο πατρικό σπίτι, ενώ στην ίδια φάση υπάρχει και το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς» (όταν οι γονείς μένουν μόνοι στο σπίτι, αφού τα παιδιά φεύγουν για σπουδές, για στρατιωτική θητεία κλπ).
Οι έρευνες, λοιπόν, διχάζονται ως προς το ποιοι από αυτούς τους παράγοντες συμβάλλουν περισσότερο στη μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας και της ικανοποίησης. Εκτός από την εμμηνόπαυση και την ηλικία η σημασία του σεξ για την ίδια τη γυναίκα, οι παράγοντες που διαμορφώνουν την σχέση, η ψυχική και σωματική υγεία είναι εξίσου σημαντικά!
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Journal of Sex Research ανέλυσε δεδομένα από τη Βρετανική Εθνική Έρευνα για τις σεξουαλικές στάσεις και τον τρόπο ζωής των γυναικών στη μέση ηλικία. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι η εμμηνόπαυση και η ηλικία δεν συσχετίστηκαν με καμία από τις διαστάσεις της σεξουαλικής εμπειρίας (δυσαρέσκεια, μειωμένη συχνότητα-αδράνεια, μειωμένη λειτουργία). Ωστόσο, η μειωμένη σχεσιακή ικανοποίηση συνδέθηκε και με τις τρεις διαστάσεις, ενώ η δυσκολία στην επικοινωνία συσχετίστηκε με τη δυσαρέσκεια και τη μειωμένη σεξουαλική λειτουργία. Επιπλέον, επιρροές στη σεξουαλική δραστηριότητα είχε η κούραση που αποδίδεται στις σύγχρονες προκλήσεις της μέσης ηλικίας και η ποιότητα της σχέσης που μεσολάβησε στον αρνητικό αντίκτυπο της σεξουαλικής εμπειρίας.
Συμπερασματικά, η σεξουαλική εμπειρία στη μέση ηλικία πρέπει να ερμηνεύεται λαμβάνοντας υπόψιν το στάδιο της ζωής, αλλά και την εποχή. Απαντώντας στο αρχικό μας ερώτημα, λοιπόν, σίγουρα δεν φταίνε μόνο οι ορμόνες! Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε και τελικά να αντιμετωπίσουμε δυσκολίες στην σεξουαλική ζωή στην εμμηνόπαυση, οφείλουμε να έχουμε μία ολιστική εικόνα της ψυχοκοινωνικής και συντροφικής εμπειρίας της γυναίκας.
Πηγή: Wellings, K., Gibson, L., Lewis, R., Datta, J., Macdowall, W., & Mitchell, K. (2023). “We’re Just Tired”: Influences on Sexual Activity Among Male-Partnered Women in Midlife; A Mixed Method Study. The Journal of Sex Research, 1-14.
Δήμητρα Καρυοφύλλη
Κλινική Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.Σ.Υ.

Ελκυστικότητα και δέσμευση στη σχέση
Ένα σημαντικό στοιχείο που συμβάλλει στη διατήρηση μιας επιτυχημένης μακρόχρονης σχέσης δεν είναι άλλο από τη δέσμευση μεταξύ των συντρόφων. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα ζευγάρια που αναφέρουν μεγαλύτερη σχεσιακή ικανοποίηση καθώς και τα άτομα που θεωρούν τους εναλλακτικούς πιθανούς συντρόφους ως μη ελκυστικούς δείχνουν μεγαλύτερη δέσμευση στις σχέσεις τους.
Ένας ακόμη παράγοντας που καθορίζει το βαθμό δέσμευσης στη σχέση είναι η εμφανισιακή ελκυστικότητα του συντρόφου. Σύμφωνα με έρευνες η δέσμευση που θα επιδείξει ένα άτομο στη σχέση του εξαρτάται τόσο από το κατά πόσο θεωρεί ελκυστικό τον σύντροφο του όσο και από το κατά πόσο ο ίδιος ο σύντροφος αυτοαξιολογείται ως προς την ελκυστικότητα του.
Πιο συγκεκριμένα, έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Personality and Individual Differences μελέτησε σε 565 ζευγάρια (Μ.Ο. διάρκεια σχέσης: 9 έτη) το βαθμό δέσμευσης και ελκυστικότητας τόσο των ίδιων όσο και των συντρόφων τους.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όσο πιο ελκυστικό έβρισκαν οι συμμετέχοντες τον σύντροφο τους, τόσο περισσότερη δέσμευση επιδείκνυαν στη σχέση. Αυτό μπορεί να εξηγείται από το γεγονός ότι τα άτομα που είναι ελκυστικά ενίοτε διακρίνονται από καλή υγεία, μεγαλύτερη κοινωνική επιρροή και επιτυχία στην εργασία, χαρακτηριστικά που αυξάνουν την ελκυστικότητα τους και τον βαθμό δέσμευσης από την πλευρά των συντρόφων τους. Ωστόσο, ενώ ο βαθμός που θεωρούσαν τα άτομα ότι είναι τα ίδια ελκυστικά δεν έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δέσμευση τους στη σχέση, φάνηκε ότι όταν ο σύντροφος τους αξιολογούσε τον εαυτό του ως ελκυστικό, αυτό ήταν κάτι που τους αποθάρρυνε και μείωνε τη δέσμευση τους στη σχέση. Στα ζευγάρια δηλαδή, όπου ο ένας εκ των δύο συντρόφων αυτοαξιολογούνταν ως ελκυστικός, αυτό λειτουργούσε αρνητικά και αποτρεπτικά για τη δέσμευση του άλλου συντρόφου. Μια εξήγηση για αυτό μπορεί να είναι ότι εκείνοι που νιώθουν πιο ελκυστικοί συμπεριφέρονται διαφορετικά σε πιθανούς εναλλακτικούς συντρόφους, κάτι το οποίο αν γίνει αντιληπτό από τους τωρινούς τους συντρόφους μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της δέσμευσης τους στη σχέση.
Επομένως, ενώ η ελκυστικότητα σε έναν σύντροφο αποτελεί ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό, άλλες φορές μπορεί να ενισχύσει κι άλλες να αποδυναμώσει τον βαθμό δέσμευσης των συντρόφων στη σχέση.
Aγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Gonzalez Avilés, T., Burriss, R. P., Weidmann, R., Bühler, J. L., Wünsche, J., & Grob, A. (2021). Committing to a romantic partner: Does attractiveness matter? A dyadic approach. Personality and Individual Differences, 176, 110765.
Learn More
Παράγοντες που συνδέονται με αυξημένες πιθανότητες εκδήλωσης απιστίας
Η απιστία αποτελεί ένα αρκετά συχνό πρόβλημα σε ένα ζευγάρι, με επώδυνες και επιζήμιες συνέπειες για τους συντρόφους και την πορεία και έκβαση της ερωτικής σχέσης. Θα ήταν, λοιπόν, ωφέλιμο αν μπορούσαν να καθοριστούν οι παράγοντες που θα έκαναν κάποιον πιο πιθανό να προβεί σε απιστία, καθώς τοιουτοτρόπως τα ζευγάρια θα μπορούσαν να εστιάσουν σε αυτούς και να την προλάβουν.
Σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Journal of Sex Research μελετήθηκε, σε δείγμα 891 συμμετεχόντων (62,5% γυναίκες, Μ.Ο. ηλικίας: 32 έτη) το αν η πιθανότητα να προβεί κάποιος σε σεξουαλική και διαδικτυακή απιστία (chat room sex, webcam sex) μπορεί να προβλεφθεί, λαμβάνοντας υπόψιν αρκετούς παράγοντες που αφορούν το άτομο, τον σύντροφο και τη σχέση. Η έρευνα δεν αφορούσε ούτε διερεύνησε τη συναισθηματική απιστία.
Οι παράγοντες που μελετήθηκαν σε σχέση με την πιθανότητα εκδήλωσης απιστίας περιλάμβαναν αρκετές δημογραφικές πληροφορίες (όπως ηλικία, φύλο, εθνικότητα, μορφωτικό επίπεδο), τη σεξουαλική επιθυμία (sexual desire-ατομική και στο πλαίσιο της σχέσης, προς τον σύντροφο), τη σεξουαλική ικανοποίηση (sexual satisfaction), τη σχεσιακή ικανοποίηση (relationship satisfaction), τις στάσεις απέναντι στη σεξουαλικότητα και το σεξ, την εμπλοκή σε διάφορες σεξουαλικές συμπεριφορές και το ύφος σύναψης δεσμού (attachment style).
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 32.0% των συμμετεχόντων (43.4% άνδρες, 25.7% γυναίκες) είχε προβεί σε σεξουαλική απιστία, ενώ το 26.6% των συμμετεχόντων (41.6% άνδρες, 18.5% γυναίκες) σε διαδικτυακή απιστία.
Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν χαμηλότερη σχεσιακή ικανοποίηση είχαν περισσότερες πιθανότητες να προβούν σε σεξουαλική και διαδικτυακή απιστία. Αυξημένη πιθανότητα σεξουαλικής απιστίας συσχετίστηκε με αυξημένη ατομική σεξουαλική επιθυμία (solitary sexual desire), μεγαλύτερης διάρκειας σχέσεις και πιο απελευθερωμένες στάσεις και πεποιθήσεις γύρω από τη σεξουαλικότητα. Αντιθέτως, οι συμμετέχοντες που ανέφεραν μεγαλύτερη σεξουαλική ικανοποίηση και περισσότερη εστίαση στη ρομαντική αγάπη είχαν λιγότερες πιθανότητες να προβούν τόσο σε σεξουαλική όσο και διαδικτυακή απιστία.
Συμπερασματικά, οι πιο συχνοί και σταθεροί προβλεπτικοί παράγοντες για την απιστία ήταν σχεσιακοί παράγοντες και η σεξουαλική επιθυμία. Εν αντιθέσει με τα στερεότυπα που θέλουν τον άνδρα να επιδίδεται πιο συχνά σε απιστία από την γυναίκα, στη συγκεκριμένη έρευνα το φύλο δεν αποτελούσε προβλεπτικό παράγοντα.
Η απιστία αποδόθηκε περισσότερο σε ένα σύνολο παραγόντων, η διερεύνηση των οποίων στο πλαίσιο της ερωτικής σχέσης θα μπορούσε να βοηθήσει το ζευγάρι να μειώσει την πιθανότητα εκδήλωσης της. Κρίνεται σημαντικό οι σύντροφοι να επικοινωνούν τους προβληματισμούς, τις σεξουαλικές επιθυμίες και ανάγκες τους, καθώς και να αναζητούν τη βοήθεια επαγγελματιών ψυχικής και σεξουαλικής υγείας στις περιπτώσεις που δυσκολεύονται.
Αγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Vowels, L. M., Vowels, M. J., & Mark, K. P. (2021). Is infidelity predictable? Using explainable machine learning to identify the most important predictors of infidelity. The Journal of Sex Research, doi: 10.1080/00224499.2021.1967846
Learn More
Θέμα συχνότητας ή επικοινωνίας στο σεξ η ικανοποίηση στα ζευγάρια;
Η υποκειμενική εκτίμηση των συντρόφων για την γενικότερη ποιότητα της σχέσης αλλά και για την ικανοποίηση που αντλούν από τη σεξουαλική επαφή είναι δύοπολύ σημαντικά στοιχεία στη ζωή ενός ζευγαριού, που καθορίζονται από διάφορους παράγοντες. Δύο παράμετροι που έχουν ερευνηθεί, ξεχωριστά η κάθε μία, ως προς τη σχέση τους με τη σεξουαλική και τη σχεσιακή ικανοποίηση του ζευγαριού είναι η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών και η σεξουαλική επικοινωνία.
Αναφορικά με τη συχνότητα στο σεξ είναι γεγονός ότι σε ζευγάρια που διατηρούν μακροχρόνια σχέση ή και γάμο υπάρχει η τάση η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών μετά τα πρώτα χρόνια της σχέσης να ακολουθεί μια πτωτική πορεία. Ως απόρροια καθοδική τάση σημειώνουν και τα επίπεδα σεξουαλικής ικανοποίησης, καθώς όσο μειώνεται η συχνότητα του σεξ τόσο μειώνεται και η ικανοποίηση που αντλούν τα ζευγάρια από το σεξ. Ωστόσο, όσον αφορά τη σύνδεση με τη σχεσιακή (συζυγική) ικανοποίηση, η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών δε φαίνεται να παίζει τόσο καθοριστικό ρόλο όσο το να υπάρχει ένα «ζεστό» διαπροσωπικό κλίμα και μια συνολικά ικανοποιητική σεξουαλική ζωή.
Και ενώ η συχνότητα στο σεξ αποτελεί έναν ποσοτικό δείκτη των σεξουαλικών επαφών του ζευγαριού, η σεξουαλική επικοινωνία σχετίζεται με μια ποιοτική διάσταση της σεξουαλικότητας. Η ικανοποίηση που εισπράττει το ζευγάρι φαίνεται να είναι μεγαλύτερη όσο περισσότερες είναι οι σεξουαλικές πρωτοβουλίες που παίρνουν και οι δύο σύντροφοι και όσο λιγότερες είναι οι αρνητικές, απορριπτικές απαντήσεις σε αυτές τις πρωτοβουλίες. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, για να επιτευχθούν τα παραπάνω είναι να υπάρχει σεξουαλική επικοινωνία, προκειμένου να μην τροφοδοτείται η ασυμφωνία στο ζευγάρι. Το να αισθάνεται, δηλαδή, άνετα να επικοινωνήσει για σεξουαλικά θέματα μέσα στη σχέση, να εκφράσει τις σεξουαλικές επιθυμίες, ανάγκες ή και ανησυχίες του διαμορφώνει μια ισορροπία ανάμεσα στα σεξουαλικά οφέλη και κόστη του ζευγαριού και ενισχύει τα αισθήματα εγγύτητας και δεσίματος, και κατ’ επέκταση και τη σεξουαλική και σχεσιακή ικανοποίηση.
Πιο συγκεκριμένα, σε έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2020 στο περιοδικό The Journal of Sexual Medicine 126 νεαρά ετεροφυλόφιλα ζευγάρια (Μ.Ο. ηλικίας: 23 έτη) κλήθηκαν να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών, τη σεξουαλική επικοινωνία, και τη σεξουαλική και σχεσιακή ικανοποίηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η συχνότητα στο σεξ όσο και η σεξουαλική επικοινωνία αποτελούσαν προβλεπτικό παράγοντα για τη σεξουαλική ικανοποίηση (sexual satisfaction) των ζευγαριών, ενώ για τη σχεσιακή ικανοποίηση (relationship satisfaction) προβλεπτικό παράγοντα αποτελούσε μόνο η σεξουαλική επικοινωνία.
Αυτό σημαίνει ότι η ικανοποίηση των συντρόφων από το σεξ σχετίζεται τόσο με την ποσότητα όσο και με την ποιότητα των σεξουαλικών επαφών. Ωστόσο, η γενικότερη ικανοποίηση που οι σύντροφοιαντλούν από τη σχέση δεν επηρεάζεται τόσο από τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών όσο από την ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ των συντρόφων για σεξουαλικά θέματα και την ύπαρξη ενός θετικού διαπροσωπικού κλίματος ανάμεσα στο ζευγάρι.
Αγγελική Διδυμοπούλου
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ.
Πηγή: Roels, R., Janssen, E. (2020). Sexual and Relationship Satisfaction in Young, Heterosexual Couples: The Role of Sexual Frequency and Sexual Communication. The Journal of Sexual Medicine, 17, 9, 1643-1652
Learn More