
Καρκίνος του μαστού και σεξουαλικότητα: Τι αλλάζει για εκείνες που ζητούν βοήθεια για το σεξουαλικό τους πρόβλημα;
Ο καρκίνος του μαστού είναι η συχνότερη μορφή καρκίνου στις γυναίκες παγκοσμίως, ενώ αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου σε ηλικίες μεταξύ 45 και 60 ετών στο δυτικό κόσμο. Προσβάλλει περίπου μία στις 10 γυναίκες, στις υγειονομικά αναπτυγμένες χώρες και η επιβίωση του πλησιάζει το 70%, ποσοστό που εξαρτάται από την έγκαιρη πρόγνωση.
Χάρη στις προσπάθειες που έχουν γίνει για την έγκαιρη διάγνωση και την εύρεση αποτελεσματικότερων μεθόδων θεραπείας, η θνητότητα έχει παραμείνει περίπου σταθερή σε πολλούς πληθυσμούς παρά την αυξανόμενη εμφάνισή της, ειδικά στο δυτικό κόσμο. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περισσότερες από 1.600.000 γυναίκες το χρόνο διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού, ενώ κάθε χρόνο στη χώρα μας εντοπίζονται περίπου 6.000 νέα περιστατικά, αριθμοί που αποτυπώνουν ηχηρά την κοινωνική διάσταση της ασθένειας.
Είναι σαφές, μέσα από την βιβλιογραφική ανασκόπηση, πως το αντίκτυπο της ίδιας της νόσου στη ψυχολογία των γυναικών (διάθεση, εικόνα σώματος, σωματική αδυναμία) καθώς και η επίδραση των χειρουργικών επεμβάσεων και θεραπειών (απώλεια οιστρογόνων λόγω χημειοθεραπείας και οι ορμονικές θεραπείες που προκαλούν συμπτώματα εμμηνόπαυσης), δημιουργούν προβλήματα στη σεξουαλική τους λειτουργία (μειωμένη σεξουαλική επιθυμία).
Έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Sexual Medicine εξέτασε το κατά πόσο οι γυναίκες με διαγνωσμένο καρκίνο μαστού (ανεξαρτήτως σταδίου) αναζητούν βοήθεια για τα σεξουαλικά προβλήματα και για τις ανησυχίες τους γύρω από αυτό, καθώς και ποιοι είναι οι παράγοντες που εμποδίζουν μια γυναίκα στο να αναζητήσει βοήθεια. Στην έρευνα συμμετείχαν 144 γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 56 έτη, από τις οποίες το 62% είχε σύντροφο/σύζυγο, το 38% είχε υποβληθεί σε μαστεκτομή ενώ το 75% αφορούσε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: το κατά πόσο είναι πρόθυμος κάποιος να αναζητήσει βοήθεια για το σεξουαλικό του πρόβλημα αξιολογήθηκε με το ερωτηματολόγιο Sexual Help-Seeking, η σεξουαλική λειτουργία αξιολογήθηκε με το PROMIS Sexual Function and Satisfaction, ενώ οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν και ερωτηματολόγια που σχετίζονταν με την αυτοπεποίθηση και την αυτοαποτελεσματικότητά τους Self-Efficacy.
Αποτελέσματα
- Το 49% (n= 70) του δείγματος ζήτησε βοήθεια για το σεξουαλικό πρόβλημα ή και μοιράστηκε τις ανησυχίες του.
- Από τις γυναίκες που συζήτησαν το σεξουαλικό του πρόβλημα:
- Το 24% (n= 35) απευθύνθηκε για βοήθεια σε κάποιο πάροχο υγειονομικής περίθαλψης (health care provider), κυρίως με το γυναικολόγο, σε ποσοστό 15%.
- Το 42% (n= 61) απευθύνθηκε σε κάποιον εκτός του παρόχου (πχ. φίλο, συγγενή,σύντροφο)
- Το 21% (n= 35) αναζήτησε πληροφορίες από εναλλακτικές πηγές (πχ. διαδίκτυο)
- Τα σεξουαλικά προβλήματα σχετίστηκαν με: τη σεξουαλική επιθυμία, τη κολπική ξηρότητα, τη δυσφορία κόλπου (vaginal discomfort) και τη σεξουαλική ευχαρίστηση.
- Οι γυναίκες που απευθύνθηκαν για το σεξουαλικό τους πρόβλημα ή ανησυχία, είχαν υψηλότερα σκορ αυτο-αποτελεσματισκότητας και αυτοπεποίθησης, σε αντίθεση με εκείνες που δεν απευθύνθηκαν, ή αναζήτησαν βοήθεια μόνο μέσω εναλλακτικών πηγών (διαδίκτυο,έντυπα).
- Οι γυναίκες που δεν αναζήτησαν βοήθεια για το σεξουαλικό τους πρόβλημα ή ανησυχία, παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά δυσφορίας με το σώμα, καθώς και έντασης και διάρκειας σεξουαλικών προβλημάτων, σε σχέση με εκείνες που αναζήτησαν.
- Οι γυναίκες που ήταν σεξουαλικά ενεργές και είχαν σύντροφο ήταν 3 φορές πιο πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια για το σεξουαλικό τους πρόβλημα.
Συνοψίζοντας, το άρθρο αναφέρεται στην ανάγκη για άμεση παροχή πληροφοριών γύρω από τα σεξουαλικά θέματα που σχετίζονται με τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Είναι αναγκαίο από τους φορείς υγειονομικής περίθαλψης να εισάγεται ομαλά μέσα στην γενικότερη κλινική εξέταση και το ζήτημα της σεξουαλικής υγείας. Η κατανόηση των παραγόντων που εμποδίζουν μια γυναίκα με διαγνωσμένο καρκίνο του μαστού να αναζητήσει βοήθεια για το σεξουαλικό της πρόβλημα ή να μοιραστεί ανησυχίες για το θέμα αυτό, θα βελτιώσει τις πιθανότητες για μια πιο ολοκληρωμένη ιατρική φροντίδα.
Παπαδόπουλος Περικλής
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Επιστημονικός Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: Reese JB, Sorice KA, Pollard W, et al. Understanding Sexual Help-Seeking for Women With Breast Cancer: What Distinguishes Women Who Seek Help From Those Who Do Not? J Sex Med 2020;
Learn More
Σεξουαλική ζωή του ζευγαριού και συναισθηματική σύνδεση: Μια αμφίδρομη σχέση
Η σεξουαλική επιθυμία και η συναισθηματική σύνδεση δεν συνδέονται πάντα. Για παράδειγμα, μπορεί ένα ζευγάρι σε μια εφήμερη σχέση να έχει σεξουαλικές επαφές εν απουσία συναισθηματικής σύνδεσης. Παρόλα αυτά έχει φανεί πως οι μακροχρόνιες σχέσεις χαρακτηρίζονται και από σεξουαλική επιθυμία και από συναισθηματική σύνδεση.
Το σεξ προωθεί τη συναισθηματική σύνδεση
Αν και η βασική λειτουργία της σεξουαλικής συμπεριφοράς, δηλαδή η αναπαραγωγή, δεν συνδέεται άμεσα με τη συναισθηματική σύνδεση των συντρόφων, αρκετά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας υποδηλώνουν πως η σεξουαλική συμπεριφορά έχει αναπτυχθεί ώστε να ενισχύει και να διατηρεί τους συναισθηματικούς δεσμούς των σεξουαλικών συντρόφων. Για παράδειγμα, η συνήθης στάση όπου η γυναίκα είναι ξαπλωμένη ανάσκελα και ο άντρας βρίσκεται από πάνω της, επιτρέπει περισσότερα χάδια και φιλιά όπως και τη βλεμματική επαφή των συντρόφων. Οι αγκαλιές και τα φιλιά αυξάνουν την παραγωγή της ορμόνης ωκυτοκίνης που με τη σειρά της ενισχύει περαιτέρω τη συναισθηματική σύνδεση και την τρυφερότητα μεταξύ των συντρόφων. Επίσης, άλλο στοιχείο που φανερώνει πως το σεξ προωθεί τους ψυχικούς δεσμούς των συντρόφων προέρχεται από το χώρο της νευροεπιστήμης. Συγκεκριμένα, έχει παρατηρηθεί πως όταν βιώνουμε σεξουαλική επιθυμία ενεργοποιούνται οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου με όταν βιώνουμε αισθήματα αγάπης σε μια ρομαντική σχέση.
Η συναισθηματική σύνδεση καθορίζει τη σεξουαλική συμπεριφορά στις σχέσεις
Η ψυχική σύνδεση και το σεξ φαίνεται να αλληλοεπιδρούν αμφίδρομα έτσι ο τρόπος που τα άτομα συνδέονται συναισθηματικά με τους συντρόφους καθορίζει τα επίπεδα οικειότητας, τρυφερότητας και αλληλεξάρτησης στη σχέση και έτσι μπορεί να συμβάλλει στη σεξουαλική συμπεριφορά και λειτουργία. Τα άτομα που είναι συνδεδεμένα με τους συντρόφους τους με ασφαλή δεσμό, τους θεωρούν ως συναισθηματικά διαθέσιμους και φροντιστικούς, ενώ τείνουν να έχουν σεξουαλικές επαφές ώστε να ενισχύσουν τη συναισθηματική σύνδεση στη σχέση τους και να εκφράζουν την αγάπη τους. Αντίθετα, τα άτομα που είναι συνδεδεμένα με τους συντρόφους τους με ανασφαλή τρόπο τείνουν να αντιμετωπίζουν σεξουαλικές δυσλειτουργίες. Για παράδειγμα, άτομα που νιώθουν ανασφάλεια σε σχέση με τα αισθήματα που τρέφει ο σύντροφος τους για αυτούς ή άτομα που φοβούνται την οικειότητα και είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένα μπορεί να παρουσιάσουν μειωμένη σεξουαλική επιθυμία και ικανοποίηση.
Έτσι στο πλαίσιο των σχέσεων, η σεξουαλική συμπεριφορά έχει την ικανότητα να εγκαθιδρύει και στη συνέχεια να διατηρεί τη συναισθηματική σύνδεση των συντρόφων. Με τη σειρά της η ψυχική επαφή και η επικοινωνία μπορούν να εγγυηθούν μια καλύτερη σεξουαλική ζωή.
Λαφαζάνη Περσεφόνη
Ψυχολόγος
Επιστημονική Συνεργάτης Ι.Ψ.Σ.Υ
Πηγή: Birnbaum, G. E., & Reis, H. T. (2019). Evolved to be connected: The dynamics of attachment and sex over the course of romantic relationships. Current Opinion in Psychology, 25, 11–15.
Learn More
Sexting: Επιβλαβές ή Τρόπος σύνδεσης κατά την πανδημία
Το sexting φαίνεται να επιτρέπει κάποιο βαθμό έκφρασης της σεξουαλικότητας ενώ παράλληλα μειώνει την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό.
Learn More
Άτομα με Αναπηρία και σεξουαλικότητα
Η σεξουαλικότητα είναι μία από τις φυσικές και βασικές πτυχές της ζωής ενός ατόμου. Επεκτείνοντας αυτήν τη φυσική και ανθρώπινη πραγματικότητα, γίνεται κατανοητό ότι η σεξουαλικότητα, καθώς και η έκφραση της, είναι σημαντική και θεμελιώδης τόσο στα άτομα χωρίς, όσο και σε εκείνα με αναπηρία. Οι άνθρωποι με αναπηρία κατοχύρωσαν το δικαίωμα στη σεξουαλική ζωή μόλις το 2007, με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών. Όλα τα ΑμεΑ, ασχέτως με το ποια παθολογική αιτιολογία δημιουργεί το είδος της αναπηρίας, έχουν έμφυτη τη σεξουαλικότητα και, κατ’ επέκταση, την ανάγκη να την εκφράσουν και να την εκδηλώσουν.
Η σεξουαλικότητα και η σεξουαλική εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία περιλαμβάνει στοιχεία όπως η ταυτότητα του φύλου, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η σεξουαλική συμπεριφορά. Επηρεάζεται σημαντικά από τη διανοητική, συναισθηματική, ψυχολογική, φυσική και κοινωνική κατάσταση του ατόμου. Η αναπηρία προσθέτει έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα για τη δύσκολη διαδικασία της σεξουαλικής ωρίμανσης. Τα άτομα με αναπηρία σπανίως απεικονίζονται στα ΜΜΕ ως σεξουαλικά όντα. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας διαστρεβλωμένης εντύπωσης, για το αν πρέπει να εμφανίζονται και να περιλαμβάνονται στην καθημερινή πραγματικότητα των ρομαντικών σχέσεων, στη σεξουαλική ζωή και στη δημιουργία οικογένειας. Ανέκαθεν επικρατούσαν κάποιοι μύθοι για την σεξουαλικότητα των ατόμων με αναπηρία.
Τα ΑμεΑ δεν έχουν σεξουαλικότητα, είναι εξαρτημένα και έχουν ανάγκη προστασίας.
Για πολλές δεκαετίες θεωρούνταν ότι τα άτομα αυτά έχουν παιδική όψη και συμπεριφορά, είναι εξαρτημένα και έχουν ανάγκη προστασίας. Συνέπεια αυτής της λογικής είναι ότι τα άτομα με αναπηρία δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία σχέση, η οποία θα βασίζεται στην ισοτιμία των συντρόφων. Ο μύθος ότι είναι «αιώνια παιδιά» δημιουργεί την λανθασμένη εντύπωση της ασεξουαλικότητας των ατόμων με αναπηρία, δηλαδή θεωρείται ότι έχουν έλλειψη σεξουαλικού δυναμικού ή ενδιαφέροντος. Η κοινωνία φέρει ευθύνη δημιουργώντας συχνά τείχος υπερπροστασίας και αίσθημα ντροπής, αποκόπτοντας τα άτομα αυτά από την εξοικείωση με τη σεξουαλική επαφή, την διερεύνηση της ίδιας τους της σεξουαλικότητας και στερώντας τους ίσως και το δικαίωμα στον έρωτα.
Τα ΑμεΑ δεν είναι σεξουαλικά ελκυστικά.
Τα άτομα με αναπηρία θεωρείται ότι διαφέρουν ως προς την αρρενωπότητα/θηλυκότητα, έτσι όπως την ορίζουν άτομα χωρίς αναπηρία, και από τα ιδανικά πρότυπα ομορφιάς και εικόνας σώματος, όπως αντιπροσωπεύονται στα ΜΜΕ. Η έλλειψη της εικόνας σώματος των ατόμων με αναπηρία ενισχύεται από τη συνεχή προβολή της κανονικότητας του γυναικείου σώματος και από τη σιωπηρή πεποίθηση ότι μόνο το «κανονικό σώμα» μπορεί να είναι επιθυμητό. Η εσωτερίκευση αυτού του μηνύματος έχει ως αποτέλεσμα τα άτομα με αναπηρία πολλές φορές να προσπαθούν να κρύψουν το σώμα τους ή να αλλάξουν την εικόνα τους με ποικίλους τρόπους. Ωστόσο, η ψυχική επιθυμία και η ανάγκη της σεξουαλικής επαφής εξακολουθεί να υφίσταται.
Τα ΑμεΑ δεν μπορούν να απολαύσουν μια σεξουαλική εμπειρία
Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άνδρες που φτάνουν σε οργασμό και φέρουν ελαφριά βλάβη στον νωτιαίο μυελό ανέρχονται σε ποσοστό 79%, ενώ αυτοί με σοβαρές βλάβες φτάνουν το 28%.
Οι ειδικοί προτείνουν επίσης τρόπους, όπως:
- Παροχή υπηρεσιών από εργάτες του σεξ
- Στοματικός έρωτας
- Χρήση ερωτικής γλώσσας
- Χρήση ερωτικών βοηθημάτων (π.χ. δονητές χρησιμοποιούνται για επιπλέον διέγερση σε περιπτώσεις που η κινητικότητα των χεριών είναι μειωμένη)
Όλα οδηγούν αποδεδειγμένα σε διέγερση, διευκολύνουν την διαδικασία της σεξουαλικής επαφής και το άτομο ικανοποιείται φτάνοντας μέχρι και σε κορύφωση.
Τα ΑμεΑ δεν χρειάζονται σεξουαλική διαπαιδαγώγηση.
Η κοινωνία έχει δημιουργήσει την λανθασμένη πεποίθηση ότι τα άτομα με αναπηρία είναι άφυλα, ασεξουαλικά και μη ελκυστικά. Χαρακτηρίζονται, επίσης, από περιορισμένη σεξουαλική γνώση και μικρότερο αριθμό σεξουαλικών εμπειριών κατά τη διάρκεια της ζωής τους, σε σύγκριση με το σύνολο του υπόλοιπου πληθυσμού. Αυτό είναι απόρροια της αντιμετώπισης της σεξουαλικής εκπαίδευσης τους με δυσφορία, σύγχυση και αμφιθυμία, γεγονός που έχει σαν συνέπεια τον περιορισμό της σεξουαλικής συμπεριφοράς και έκφρασης των νέων με αναπηρία. Έτσι, δημιουργούνται επιπλέον προβλήματα ως προς τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση τους, καθώς και στην ανάπτυξη των κοινωνικών και σεξουαλικών δεξιοτήτων τους. Η ελλιπής ενημέρωση και η απουσία σχετικών μαθημάτων από το σχολείο δημιουργούν ζητήματα, που θέτουν την σωματική και ψυχική τους υγεία σε κίνδυνο. Ανάμεσά τους βρίσκονται η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, η έκτρωση, το ενδεχόμενο ΣΜΝ, η σεξουαλική εκμετάλλευση και η κακοποίηση.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία αναφορικά και με τη σεξουαλικότητά τους. Και τα ίδια τα άτομα αυτά έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν τις σεξουαλικές τους ανάγκες και να τις διεκδικούν. Όλοι έχουν δικαίωμα:
- Στη σεξουαλική έκφραση
- Στην αυτοδιάθεση
- Στην ενημέρωση και τη σεξουαλική αγωγή
- Στην ελεύθερη επιλογή του σεξουαλικού συντρόφου τους
- Στην παροχή και πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής και σεξουαλικής υγείας
- Στο να αποφασίζουν για τη ζωή τους