Διατροφικές διαταραχές και σεξουαλικότητα

Διατροφικές διαταραχές και σεξουαλικότητα

 

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής χαρακτηρίζονται από μια επίμονη διαταραχή της διατροφής ή της συμπεριφοράς που σχετίζεται με το φαγητό και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την εναλλασσόμενη κατανάλωση ή πρόσληψη τροφής που βλάπτει σημαντικά τη σωματική υγεία ή την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα του ατόμου.

Σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία στη χώρα μας, το 6% του πληθυσμού νοσεί από διατροφικές διαταραχές. Το 1% από νευρική ανορεξία και το 5% από νευρογενή βουλιμία.

  • Pica ή διαταραχή της αλλοτριοφαγίας: κατανάλωση μη θρεπτικών ουσιών για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μήνα, συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται από την ηλικία του ατόμου και δεν αποτελεί συνήθη πρακτική ενός πολιτισμού. Η pica εμφανίζεται κυρίως σε παιδιά, γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη και παιδιά/ ενήλικες με διανοητικές δυσκολίες.
  • Διαταραχή μηρυκασμού: το άτομο κάνει επαναλαμβανόμενα επεισόδια μηρυκασμού (ακολουθούμενα από επανακατάποση ή φτύσιμο) της τροφής για τουλάχιστον 1 μήνα.
  • Διαταραχή πρόσληψης τροφής αποφευκτικού/περιοριστικού τύπου: όπου το άτομο αδυνατεί να ανταποκριθεί στις ενεργειακές/διατροφικές απαιτήσεις του οργανισμού του ενώ υπάρχει διαθεσιμότητα τροφής και παρουσιάζει ένα ή περισσότερα από τα εξής: σημαντική απώλεια βάρους, ανεπαρκής διατροφή, εξάρτηση από την χρήση συμπληρωμάτων διατροφής ή παρεντερικής σίτισης ή σοβαρή έκπτωση στην λειτουργικότητα.
  • Ψυχογενής Ανορεξία (Anorexia): Πρόκειται για ένα σύνδρομο στο οποίο το άτομο διατηρεί ιδιαίτερα χαμηλό σωματικό βάρος ως αποτέλεσμα της υπερβολικής ενασχόλησης και της αλλοιωμένης αντίληψης σε θέματα που σχετίζονται με το βάρος και το σχήμα του σώματος, καθώς και του φόβου αύξησης του βάρους.
  • Ψυχογενής Βουλιμία (Bulimia): Η ψυχογενής βουλιμία χαρακτηρίζεται από υπερφαγία και πρόκληση εμετού. Στα συμπτώματά της περιλαμβάνονται επεισόδια υπερφαγίας, όπου το άτομο καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφών πλούσιες σε θερμίδες, κατά τα οποία το άτομο αισθάνεται ότι χάνει τον έλεγχο του εαυτού του και αισθάνεται αηδία για τον εαυτό του. Στη συνέχεια το άτομο προσπαθεί να προκαλέσει εμετό για να αντισταθμίσει την υπερφαγία και για να αποφύγει τηναύξηση βάρους και/ή χρησιμοποιεί καθαρτικά και διουρητικά. Τέλος μπορεί να υφίσταται ένας συνδυασμός περιορισμένης λήψης τροφής και μανιώδους άσκησης που έχουν σαν αποτέλεσμα η ζωή του ατόμου να κυριαρχείται από την προσπάθεια ελέγχου του βάρους του.
  • Διαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας (Binge Eating Disorder): Τα άτομα που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή έχουν επεισόδια υπερφαγίας κατά τα οποία καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες φαγητού σε μικρό χρονικό διάστημα, και αισθάνονται εκτός ελέγχου κατά τη διάρκεια των επεισοδίων αυτών. Εν τούτοις, δεν προσπαθούν να κάνουν εμετό μετά το επεισόδιο υπερφαγίας. Η υπερφαγία αυτή μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία τους, όπως παχυσαρκία, διαβήτη, υπέρταση και καρδιοαγγειακές παθήσεις.

Η αιτιοπαθογένεια των διαταραχών πρόσληψης τροφής βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ της ατομικής ψυχοπαθολογίας, της υποκειμενικής αντίληψης του σώματος και της βιολογίας του, της οικογένειας και της κοινωνίας. Οι προδιαθεσικοί παράγοντες μιας διατροφικής διαταραχής είναι:

  • Οικογενειακοί – κληρονομικοί παράγοντες (Οικογενειακά μέλη που επικρίνουν ανοιχτά το υπέρβαρο, σεξουαλική κακοποίηση ή άλλη συναισθηματική κακοποίηση, Προβληματικές σχέσεις)
  • Πολιτισμικοί παράγοντες (πρότυπα που προβάλλονται από Μ.Μ.Ε.)
  • Προσωπικοί παράγοντες (τελειοθηρία, στρες, έναρξη της εφηβείας, αίσθημα απόρριψης από τον περίγυρο λόγω εμφάνισης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, χαμηλή διεκδικητικότητα, εσωστρέφεια χαρακτήρα και έλλειψη εξωτερίκευσης συναισθημάτων)
  • Οργανικοί παράγοντες (Χαμηλά επίπεδα σακχάρου, ορμονικές διαταραχές, κακή διατροφή, διαταραχές νευροδιαβιβαστών)

Για την έγκαιρη διάγνωση των διατροφικών διαταραχών χρειάζεται απαραίτητα η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού σχετικά με:

  • Το βάρος του σώματος.
  • Την εικόνα που έχει το άτομο για το σώμα του.
  • Τη διατροφή.
  • Την άσκηση.
  • Το ψυχολογικό ιστορικό.
  • Το οικογενειακό ιστορικό.
  • Τη χρήση φαρμακευτικών ή άλλων ουσιών.

Παράλληλα θα πρέπει να γίνεται και εργαστηριακός έλεγχος με:

  • Γενική αίματος.
  • Βιοχημικό έλεγχο (ηλεκτρολύτες, ηπατική, παγκρεατική και νεφρική λειτουργία).
  • Ορμονικός έλεγχος (θυρεοειδικών ορμονών, γοναδοτροπινών).

Οι διατροφικές διαταραχές μπορούν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Αν οι διατροφικές διαταραχές αντιμετωπισθούν από νωρίς, αυτό θα βελτιώσει την έκβαση της ανάρρωσης. Οι βασικότερες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν:

  • Ατομική ψυχοθεραπεία.
  • Οικογενειακή ψυχοθεραπεία.
  • Φαρμακευτική αγωγή.
  • Ενδονοσοκομειακή παρακολούθηση.

Για όσους αντιμετωπίζουν μια διατροφική διαταραχή τα προβλήματα δεν εμφανίζονται μόνο σε ό,τι αφορά την διατροφή αλλά και σε ό,τι αφορά την σεξουαλικότητα. Η σεξουαλικότητα ενός ατόμου συνδέεται στενά με τη φυσική του κατάσταση, την αυτοεκτίμησή του και την ικανοποίηση που έχει για την εικόνα του σώματός του, παράμετροι που διαστρεβλώνονται ιδιαίτερα στα πλαίσια μιας διατροφικής διαταραχής.

Το χαμηλό σωματικό βάρος συνδέεται με την απώλεια της σεξουαλικής επιθυμίας, με επιπλοκές στην παραγωγή της τεστοστερόνης στον άνδρα, καθώς και με προβλήματα σε όλες τις φάσεις του σεξουαλικού κύκλου, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες.

Πέρα, όμως, από τις βιολογικές επιπλοκές, υπάρχουν και αρκετές ψυχολογικές παράμετροι των διατροφικών διαταραχών που εμπλέκονται στη σεξουαλική λειτουργία, όπως η ντροπή, η δυσαρέσκεια και η αλλοιωμένη εικόνα για το σώμα. Οι γυναίκες με διατροφικές διαταραχές παρουσιάζουν περισσότερες αρνητικές στάσεις απέναντι στο σεξ, αυξημένο άγχος ως προς το σεξουαλικό τους ρόλο και μικρότερη σεξουαλική ικανοποίηση. Από την άλλη οι άνδρες που βρίσκονται αντιμέτωποι με κάποια διατροφική διαταραχή παρουσιάζουν ακόμα υψηλότερο άγχος ως προς την σεξουαλική τους επίδοση, απ’ ότι οι γυναίκες.

Παράλληλα, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που σχετίζονται με τις διατροφικές διαταραχές μπορούν επίσης να συσχετιστούν και με τη σεξουαλική δυσλειτουργία. Τα άτομα με περιορισμένη συναισθηματικότητα φαίνεται να βιώνουν με μεγαλύτερους περιορισμούς τη σεξουαλικότητά τους, ενώ αντίθετα άτομα με παρορμητικό χαρακτήρα τείνουν να εμφανίζουν ένα είδος «αντικατοπτρισμού» της διατροφικής τους συμπεριφοράς, ως προς την σεξουαλική τους συμπεριφορά.

Παρά την πληθώρα των σεξουαλικών δυσλειτουργιών που προκαλούνται από την ύπαρξη κάποιας διατροφικής διαταραχής, η σεξουαλικότητα σπάνια συζητείται ως κομμάτι της θεραπείας. Αν και η αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας συνδέεται συχνά με την αποκατάσταση του βάρους και την επανάκτηση λειτουργικών διατροφικών συμπεριφορών, η ντροπή, η δυσαρέσκεια για την εικόνα του σώματος και οι αρνητικές στάσεις απέναντι στο σεξ μπορούν να προκαλέσουν επιπλοκές στη σεξουαλική λειτουργία και στις σχέσεις του ατόμου.

Είναι αλήθεια ότι η εικόνα του σώματος και το σεξ είναι άρρηκτα συνδεδεμένα κεφάλαια της ψυχοσωματικής ισορροπίας και έχουν πολυπαραγοντική επιρροή στην παθολογία των διατροφικών διαταραχών. Π.χ. το πολιτισμικό επίπεδο της οικογένειας, οι σχέσεις των μελών και κυρίως των γονεϊκών προτύπων που συγκρούονται με τα άτομα με προβλήματα διατροφής, για αυτό και η νόσος αυτή ξεκινάει από την εφηβική ηλικία που έχει μεν βιολογικό – γενετικό παράγοντα αλλά ο θυμός, η εχθρότητα, η αποξένωση, η ανταγωνιστική και τιμωριτική στάση των γονιών, δημιουργούν το άνοιγμα της διατροφικής διαταραχής. Κυρίως στα κορίτσια που φαίνεται πως και η εικόνα συγκριτικής αναγνώρισης π.χ. μητέρας – κόρης, καλλιεργεί μια επιθετική και αποφευκτική συναισθηματική ένταση που καταγράφεται με την απώλεια βάρους, την χαμηλή αυτοεκτίμηση της έφηβης αλλά και της αυξημένης ευφυίας που τα άτομα αυτά συνήθως έχουν και την οργανώνουν στην αυστηρότητα, ακαμψία και απορριπτική στάση απέναντι στο ασταθές γονεϊκό περιβάλλον. Και για τα δύο φύλα η σεξουαλικότητα αποτελεί μια ιδιαίτερη σελίδα που αποτυπώνει την αρνητική αυτοεικόνα, τη διάθεση της αυτοτιμωρίας, τιμωρώντας το περιβάλλον και καταλήγει το εφιαλτικό σενάριο που έχει διαχρονικότητα και δύσκολη θεραπευτική διαχείριση στο νόημα «λιώνω σαν το κερί για να λιώνεις και εσύ που βλέπεις».

Είναι επίσης γεγονός ότι τα άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές, έχουν σημαντικές δυσκολίες να αναπτύξουν διαπροσωπικές σχέσεις, να σταθεροποιηθούν ψυχικά και σωματικά και η έλλειψη συναισθηματικής έκφρασης αλλά και σεξουαλικής ικανοποίησης επιδεινώνουν τον φαύλο κύκλο που είναι μέσα. Οι σχέσεις όταν εκφράζονται κυριαρχούνται από εξαρτητική διαχείριση ή αποφευκτική, ψυχρή και κατά βάση καταναγκαστική εμπλοκή. Θεωρείται θετικό βήμα για τις γυναίκες, που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της διαταραχής αυτής, να οδηγηθούν σε μια σχέση και φυσικά σε μια εγκυμοσύνη που θα τους φέρει ένα παιδί και πράγματι θα τους αλλάξει τη ζωή θετικά.

  • 1.Client
  • 2.Share