Πώς να διαχειριστεί το ζευγάρι την ασυμφωνία στην σεξουαλική επιθυμία;

Στις μακροχρόνιες ερωτικές σχέσεις, η επιθυμία και το κίνητρο των συντρόφων για σεξουαλική επαφή μπορεί να μεταβάλλεται και ενίοτε να μην συγχρονίζεται. Αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και δεν αποτελεί λόγο ανησυχίας εκτός κι αν μετατραπεί σε χαρακτηριστικό μιας μόνιμης κατάστασης, το οποίο προκαλεί άγχος στους συντρόφους και προβλήματα στη σχέση.

Σε έρευνα που έγινε στη Βρετανία σε 11.690 άτομα βρέθηκε ότι το πιο συχνό θέμα στη σχέση των ζευγαριών ήταν η ασυμφωνία στη σεξουαλική επιθυμία. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες ανέφεραν ως προβληματισμό κυρίως αυτό το ζήτημα και το ότι συχνά δεν ένιωθαν «συναισθηματικό δέσιμο» με τους συντρόφους τους, ενώ οι άνδρες ανέφεραν ως προβληματισμό το ότι δεν μοιράζονταν τις ίδιες σεξουαλικές προτιμήσεις με τις συντρόφους τους.

 Τι μπορούν να κάνουν, όμως, τα ζευγάρια ώστε να διαχειριστούν την ασυμφωνία στη σεξουαλική επιθυμία, είτε αυτή αφορά τη συχνότητα είτε την ποιότητα της σεξουαλικής επαφής;

  1. Η επικοινωνία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο που μπορεί να συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος. Είναι μείζονος σημασίας οι σύντροφοι να μην περιμένουν ο ένας να «διαβάσει το μυαλό» του άλλου, αλλά να μοιράζονται τους προβληματισμούς, τα συναισθήματα και τις προτιμήσεις τους αναφορικά με τη σεξουαλική επαφή. Ωστόσο, είναι σημαντικός και ο τρόπος που θα επικοινωνηθούν αυτά τα θέματα ανάμεσα στο ζευγάρι, ούτως ώστε να μην ενισχύσουν περαιτέρω τη διαφωνία και το δυσφορικό κλίμα.
  2. Οι σύντροφοι θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το ζήτημα από κοινού, σαν ζευγάρι. Είναι καλό να αποφεύγεται τόσο η προσωποποίηση και η αυτοενοχοποίηση όσο και η ετερομομφή και απόδοση ευθύνης του ενός συντρόφου στον άλλον. Η σεξουαλική επιθυμία σχετίζεται ιδιαίτερα με την ψυχική κατάσταση του ατόμου, τις συνθήκες που βιώνει στη ζωή του, τις προσδοκίες που έχει για την σεξουαλική του ζωή. Ωστόσο, το ζευγάρι θα πρέπει να κατανοήσει ότι και η δυναμική της σχέσης, η στάση του συντρόφου, το πόσο προκαλεί και προσκαλεί ο ένας τον άλλον για σεξουαλική συνεύρεση, μπορεί να καθορίσουν αντίστοιχα τη σεξουαλική ασυμφωνία. Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του δείκτη σεξουαλικής επιθυμίας και αυτοδιάθεσης και δεν πρέπει να συγκρίνεται με εκείνον του συντρόφου του, οδηγώντας σε σύγκρουση και συχνές κόντρες μέσα στη σχέση.
  3. Κρίνεται σημαντικό να αξιολογηθούν και ενδεχόμενοι παράγοντες επιβάρυνσης, οι οποίοι συμβάλλουν στη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, όπως προβλήματα υγείας ή παράγοντες άγχους (χρόνια κόπωση ή ο ερχομός ενός παιδιού). Επομένως, είναι καλό οι σύντροφοι να φροντίζουν την σωματική και ψυχική τους υγεία, τον τρόπο ζωής τους, αλλά και να αναζητούν την ιατρική παρακολούθηση.

Διδυμοπούλου Αγγελική

Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια CBT

Επιστημονική Συνεργάτις Ι.Ψ.ΣΥ.